ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ


Σί­γουρα εί­ναι έ­να α­πό τα ση­μα­ντι­κό­τε­ρα ι­στο­ρι­κά – θρη­σκευ­τι­κά μνη­μεί­α της Ανα­το­λι­κής Αι­για­λεί­ας. Το μαρ­τυ­ρεί η ι­στο­ρί­α των 400 πε­ρί­που χρό­νων α­πό την κα­τα­σκευ­ή του.
Μι­λά­με για τη Μο­νή Α­γί­ων Απο­στό­λων που ευ­ρί­σκε­ται στην ο­ρει­νή πε­ριο­χή του Δή­μου Αι­γεί­ρας (ό­ρια Δ.Δ. Πε­ρι­θω­ρί­ου), με­τα­ξύ Σε­λιά­νας και Πε­ρι­θω­ρί­ου, στα πρώ­τα χι­λιό­με­τρα του χω­μά­τι­νου δρό­μου που ο­δη­γεί στο Σα­ρα­ντά­πη­χο.
Σε έ­να πλά­τω­μα του πευ­κό­φυ­του το­πί­ου, αι­σθα­νό­με­νοι τη μυ­ρω­διά του έ­λα­του που φύ­ε­ται με­ρι­κές ε­κα­το­ντά­δες μέ­τρα πιο πά­νω, α­κού­γο­ντας το γάρ­γα­ρο νερό να πέ­φτει α­πό ψη­λά, με μα­γευ­τι­κή θέ­α στον κά­μπο και την κοι­λά­δα του Κριού πο­τα­μού, στις 2 Νο­εμ­βρί­ου 2002 με­ση­μέ­ρι Σαβ­βά­του α­ντι­κρί­σα­με την ε­ξώ­θυ­ρα του Μο­να­στη­ριού.
Ο χώ­ρος “μύ­ρι­ζε” Ζω­ή…
Σε ε­ξέ­λι­ξη οι­κο­δο­μι­κές ερ­γα­σί­ες. Νέ­α στέ­γη στον ξε­νώ­να, οι­κο­δο­μι­κά υ­λι­κά, φρε­σκο­ορ­γω­μέ­νο το κτή­μα γύ­ρω­θε, ά­νε­τος και καθα­ρός ο χώ­ρος για τα αυ­το­κί­νη­τα…
Δεν προ­λά­βα­με να ο­λο­κλη­ρώ­σου­με την ευ­χάρι­στη αυ­τή ο­πτι­κή έκ­πλη­ξή μας και μπρο­στά μας εμ­φα­νί­σθη­κε έ­νας ρα­σο­φό­ρος.

Πα­τήρ Παύ­λος μας συ­στή­θη­κε. Νέ­ος σε η­λι­κί­α με πα­νε­πι­στη­μια­κή μόρ­φω­ση, ήταν ο μο­να­χός που πριν λί­γο και­ρό α­πο­φά­σι­σε να συν­δέ­σει την εκ­κλη­σια­στι­κή του πο­ρεί­α με την Μο­νή των Α­γί­ων Απο­στό­λων.
Στη σύ­ντο­μη συ­ζή­τη­ση που είχα­με με τον π. Παύ­λο, α­ντι­λη­φθή­κα­με την τε­ρά­στια α­γά­πη του για το δρό­μο του μο­να­χι­σμού που έ­χει α­κο­λου­θή­σει, αλ­λά και το με­γά­λο εν­δια­φέ­ρον του για τη συ­ντή­ρη­ση, α­νά­δει­ξη και α­ξιο­ποί­η­ση ε­νός χώρου για τον ο­ποί­ο οι ι­στο­ρι­κοί έ­χουν α­φιε­ρώ­σει πολ­λές ση­μα­ντι­κές σε­λί­δες.
Κα­τα­λά­βα­με ό­τι στην προ­σπά­θειά του αυ­τή θα πρέ­πει να ξε­κι­νή­σει σχε­δόν από το μη­δέν, α­φού το συ­γκρό­τη­μα, πα­ρά την πρό­σφα­τη αλ­λα­γή της στέ­γης του ξενώ­να έ­χει ση­μα­ντι­κές ελ­λεί­ψεις, ε­νώ ο να­ός στε­ρεί­ται τα α­πα­ραί­τη­τα ιε­ρά σκεύ­η.
Του υ­πο­σχε­θή­κα­με ότι θα τον ξα­να­ε­πι­σκε­φθού­με σύ­ντο­μα και θα βρε­θού­με αρω­γοί στις ε­νέρ­γειες α­νά­δει­ξης του μο­να­στη­ριού.
Ως πρώ­τη, λοι­πόν, προ­σέγ­γι­ση του θέ­μα­τος, πα­ρου­σιά­ζου­με συ­νο­πτι­κά την πορεί­α τεσ­σά­ρων αιώ­νων της Ι.Μ Α­γί­ων Α­πο­στό­λων.
Πε­ρί το 1600 μ.Χ. το­πο­θε­τούν οι ι­στο­ρι­κοί την κα­τα­σκευ­ή του κα­θο­λι­κού (να­ού) της Μο­νής. Και τού­το ε­πει­δή δεν ευ­ρέ­θη­σαν στοι­χεί­α που να α­πο­δει­κνύ­ουν τη λει­τουρ­γί­α της και τον 16ο αιώ­να, πράγ­μα, ό­μως, διό­λου α­πί­θα­νο.
Η πρώ­τη α­να­φο­ρά για τους Α­γί­ους Α­πο­στό­λους γί­νε­ται α­πό τον Πα­τριάρ­χη Ιερο­σο­λύ­μων Δο­σί­θε­ο Σκαρ­πέ­τη που γεν­νή­θη­κε το 1641 στην Α­ρά­χω­βα και χει­ρο­το­νήθη­κε διά­κο­νος στη Μο­νή το 1652 α­πό τον Μη­τρο­πο­λί­τη Κο­ρίν­θου Γρη­γό­ριο Γου­λι ανό.
Ο Δο­σί­θε­ος, που α­νήλ­θε στον Πα­τριαρ­χι­κό θρό­νο των Ιε­ρο­σο­λύ­μων το 1670, σε ηλι­κί­α 29 ε­τών, υ­πήρ­ξε α­ξιο­λο­γό­τα­τη πνευ­μα­τι­κή μορ­φή της ορ­θο­δο­ξί­ας και σίγου­ρα βο­ή­θη­σε στην α­νά­δει­ξη της μο­νής ε­κεί­νη την ε­πο­χή.
Α­ξιο­ση­μεί­ω­τη εί­ναι ε­πί­σης η ε­πι­γρα­φή κά­τω α­πό την ει­κό­να του Α­γί­ου Ιω­άν­νου, που με χρο­νο­λο­γί­α 1646 μας πλη­ρο­φο­ρεί ό­τι “ε­κεί­νο τον και­ρό έ­γι­νε με­γάλο κα­κό και ό­λα τα χρι­στια­νι­κά (χω­ριά;) εμαρ­τύ­ρη­σαν…”.
Το 1743 ο τέ­ως η­γού­με­νος Αγα­θάγ­γε­λος με δι­κά του χρή­μα­τα προ­χώ­ρη­σε στην κατα­σκευ­ή του τέ­μπλου του Να­ού που σώ­ζε­ται μέ­χρι σή­με­ρα. Η ε­πι­γρα­φή πά­νω α­πό τη βό­ρεια θύ­ρα του Ιε­ρού α­να­φέ­ρει: “Η­στο­ρί­θη και ε­χρυ­σό­θη το ιε­ρόν και θεί­ον τού­το τέ­μπλιον δια συν­δρο­μής και ε­ξό­δου του Πα­νο­σιώ­τα­του εν ιε­ρομο­νά­χοις κυρ Α­γα­θάγ­γε­λου πρώ­ην η­γου­μέ­νου, δια ψυ­χι­κήν αυ­τού σω­τη­ρί­αν…”
Το κα­θο­λι­κό (να­ός) της μο­νής εί­ναι μο­νό­κογ­χος ξυ­λό­στε­γος βα­σι­λι­κή, ο κυρί­ως να­ός έχει μή­κος 8,60 μ. και πλά­τος 3,75 μ,, το Ιε­ρό 2,45 μ. και ο νάρ­θη­κας μή­κος 2,80 μ. και πλά­τος 4,52 μ.
Μια πα­λαιά ε­πι­γρα­φή στην εί­σο­δο, που κα­τα­στρά­φη­κε α­πό κτί­στες και εί­χε χρο­νολο­γί­α 1621, πι­στο­ποιεί ό­τι οι α­γιο­γρά­φη­ση έ­γι­νε α­πό τους πε­ρί­φη­μους ζω­γρά­φους του Ναυ­πλί­ου α­δελ­φούς Δη­μή­τριο και Γε­ώρ­γιο Μό­σχο, ό­πως ση­μεί­ω­σε κα­τά την ε­πί­σκε­ψή του ε­κεί τον Αύ­γου­στο του 1922 ο Βυ­ζα­ντι­νο­λό­γος Ν. Κα­λο­γε­ρό­πουλος.
Ε­ντυ­πω­σια­κές πα­ρα­μέ­νουν μέ­χρι και σή­με­ρα με­γά­λο μέ­ρος των α­γιο­γρα­φιών, με μορ­φές που λαμ­βά­νουν έκ­φρα­ση και έ­χουν α­πο­τυ­πω­θεί με ζω­ντά­νια.
Ση­μα­ντι­κές ό­μως εί­ναι οι κατα­στρο­φές που κα­τά τη διάρ­κεια των αιώ­νων συνέ­βη­σαν στις τοι­χο­γρα­φί­ες (ε­ξο­ρύ­ξεις ο­φθαλ­μών), κυ­ρί­ως α­πό τους κα­τα­κτη­τές με­τά την α­πο­τυ­χί­α της ε­πα­νά­στα­σης του 1770.
Η πα­ρου­σί­α της Μο­νής κα­τά τη διάρ­κεια της Ε­πα­νά­στα­σης του 1821 δεν εί­ναι εμ­φα­νής, ε­νώ α­μέ­σως με­τά την ί­δρυ­ση του Ελ­λη­νι­κού Κρά­τους ξέ­σπα­σε οι­κο­νο­μική κρί­ση και τσα­κω­μός με­τα­ξύ των μο­να­χών. Μέ­χρι και τό­τε εκ­κλη­σια­στι­κά άνη­κε στη Μη­τρό­πο­λη Κο­ρίν­θου.
Τον Ια­νουά­ριο του 1829 κα­τό πιν ε­ντο­λής του Κα­πο­δί­στρια διε­νερ­γή­θη­κε κα­ταγρα­φή της πε­ριου­σί­ας των Μο­να­στη­ριών της Πε­λο­πον­νή­σου. Στο εν λό­γω Μο­να­στή­ρι κα­τα­γρά­φη­καν τα ε­ξής: 1 αρ­γυ­ρό δι­σκο­πό­τη­ρο, 1 αρ­γυ­ρό ευαγ­γέ­λιο, 2 αρ­γυ­ρά καν­δή­λια, 2 κου­τιά ά­για λει­ψά­νων ζε­ντε­φέ­νια, τα α­να­γκαί­α ιε­ρά σκεύ­η και βιβλία εκ­κλη­σί­ας. 25 στρέμ­μα­τα μη καλ­λιερ­γή­σι­μα γύ­ρω α­πό τη μο­νή, 2 μύ­λους, 25 στρέμ­μα­τα α­μπέ­λι και στο με­τό­χι (Μαυ­ρέ­ντι) 25 στρέμ. χω­ρά­φια, 25 + 3 στρέμ. α­μπέ­λια, 11 στρέμ. στα­φί­δες, 1 ε­λαιο­τρι­βείο, 120 ε­λαιό­δεν­δρα, 150 αι­γο­πρό­βα­τα, 6 γε­λά­δια, 2 άλο­γα, 7 βό­δια.
Η­γού­με­νος, το 1829, ή­ταν ο Άν­θι­μος, ενώ διέ­με­ναν και 3 ιε­ρο­μό­να­χοι, 4 μο­να­χοί, 4 δό­κιμοι, 6 μι­σθω­τοί. Οι ο­φει­λές του μο­να­στη­ριού σε δια­φό­ρους ή­ταν 2690 γρό­σια.
Το 1834 υ­πή­χθη ως Με­τό­χι στο Μέ­γα Σπή­λαιο.
Τον Ια­νουά­ριο του 1836 το μο­να­χι­κό δυ­να­μι­κό στους Α­γί­ους Α­πο­στό­λους εί­χε ως ε­ξής: Παρ­θέ­νιος Πα­να­γιω­τό­που­λος από τη Σε­λιά­να, ε­τών 52, προ­η­γού­με­νος, μπήκε στη μο­νή το 1800. Άν­θι­μος Θε­ο­χα­ρό­που­λος από τη Σε­λιά­να, η­γού­με­νος, ε­τών 40, μπή­κε στη μο­νή το 1809. Διο­νύ­σιος Νι­κο­λό­που­λος α­πό το Πε­ρι­θώ­ρι, ε­τών 38, ιε­ρο­μό­ναχος, μπή­κε στη μο­νή το 1810. Α­να­νί­ας Πα­να­γιω­τα­κό­που­λος α­πό τη Σε­λιά­να, ε­τών 35, ιε­ρο­μό­να­χος, μπή­κε στη μο­νή το 1815. Δα­μια­νός Ρη­γό­που­λος α­πό το Σα­ρα­ντά­πη­χο, ε­τών 110, μο­να­χός, μπή­κε στη μο­νή το 1755, ο ο­ποί­ος ή­ταν τυ­φλός και α­πό το 1826 ή­ταν κατά­κοι­τος. Α­γά­πιος Στα­μα­τό­που­λος α­πό τη Γκού­ρα, ε­τών 38, μο­να­χός, μπή­κε στη μο­νή το 1815. Χρι­στό­φο­ρος Βα­σι­λα­κό­που­λος α­πό τη Βλο­βο­κά, ε­τών 30, μο­να­χός, μπή­κε στη μο­νή το 1820.
Την ε­πο­χή ε­κεί­νη η μο­νή ε­κτός α­πό το Με­τό­χι στο Μαυ­ρέ­ντι, εί­χε ε­κτά­σεις και στην Α­κρά­τα, στις ο­ποί­ες ή­θε­λαν να με­τοι­κή­σουν κά­τοι­κοι των Χα­σί­ων. Ζητή­θη­κε κρα­τι­κή πα­ρέμ­βα­ση α­πό τον Νο­μάρ­χη Α­χα­ΐ­ας – Η­λί­ας, ώ­στε να ε­κτι­μηθεί η έ­κτα­ση και να πω­λη­θεί, λό­γω και της ά­σχη­μης οι­κο­νο­μι­κής κα­τά­στα­σης του μο­να­στη­ριού.
Το 1848 δια­τά­χτη­κε έ­ρευ­να στα οι­κο­νο­μι­κά του και υ­πήρ­ξε πα­ρέμ­βα­ση της Ιε­ράς Συ­νό­δου με την ο­ποί­α στα­μά­τη­σε η δι­χό­νοια που υ­πήρ­χε με­τα­ξύ των μο­να­χών. Ηγού­με­νος ή­ταν ο Αβέρ­κιος και προ­η­γού­με­νος ο Χρι­στό­φο­ρος. Το 1851 εί­χε 11 μο­να­χούς.
Το Μο­να­στή­ρι α­να­και­νί­στη­κε το 1896. Ο τε­λευ­ταί­ος μο­να­χός που υ­πη­ρέ­τη­σε ε­κεί ή­ταν ο Φι­λά­ρε­τος (Ιω­άν­νης) Για­ννό­που­λος από τη Βελ­λά (1955).
Λί­γο αρ­γό­τε­ρα το­ποθε­τή­θη­κε εκεί η μο­να­χή Παν­σέ­μνη Φαρ­μά­κη α­πό τη Βερ­γου­βί­τσα.
Τον Α­πρί­λιο του1969 σει­σμός κα­τέ­στρε­ψε τον ξε­νώ­να που κα­τε­δα­φί­στη­κε το 1973. Η α­νέ­γερ­ση νέ­ου άρ­χι­σε το 1974 με πο­σό 100.000 δρχ που έ­δω­σε η Νο­μαρ­χί­α Α­χα­ΐ­ας.
Φυ­σι­κό ε­πα­κό­λου­θο ό­λων των α­νω­τέ­ρω ή­ταν το ό­τι το Υ­πουρ­γεί­ο Πο­λι­τι­σμού έχει χα­ρα­κτη­ρί­σει τη Μο­νή Α­γί­ων Α­πο­στό­λων Δια­τη­ρη­τέ­ο Μνημείο.
Στις 23 Μαΐου 2007, με το υπ' αριθμό 100 Προεδρικό Διάταγμα που υπογράφηκε από τον Κάρολο Παπούλια και τον υφυπουργό Παιδείας κ Θρησκευμάτων Γ. Καλό, άλλαξε και τυπικά από γυναικεία σε Ανδρώα Ιερά Κοινοβιακή Μονή.