ΟΜΟΡΦΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΜΕ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΤΗΝ ΑΙΓΕΙΡΑ…

Mε α­φορ­μή τα θε­τι­κά σχό­λια της πλειο­ψη­φί­ας των α­να­γνωστών του «Φρουρού» για τις κα­τά και­ρούς πα­ρου­σιά­σεις των ο­ρει­νών δια­δρο­μών στην πε­ριοχή, αυ­τή τη φο­ρά η πρό­τα­σή μας εί­ναι μί­α πε­ρι­ή­γη­ση πέ­ρα α­πό την Α­να­το­λι­κή Αιγια­λεί­α, νό­τια, σε α­χνά­ρια του Παυ­σα­νί­α, αλ­λά α­πό σύγ­χρο­νες δια­δρο­μές που κα­τα­σκευά­σθη­καν τα τε­λευ­ταί­α 50 χρό­νια.
Δια­δρο­μές που θα μπο­ρού­σαν να φέ­ρουν πιο κο­ντά τις “πε­λοπον­νη­σια­κές κοι­νω­νί­ες”, εί­τε αυ­τές δρο­σί­ζο­νται α­πό τη θα­λάσ­σια αύ­ρα του Κο­ριν­θια­κού, εί­τε α­πο­λαμ­βά­νουν την ά­γρια φύ­ση του Μαί­να­λου και των λοι­πών ο­ρει­νών ό­γκων της Πε­λο­πον­νή­σου...
Λί­γο πριν ξε­κι­νή­σει η ε­πί χάρ­του – η­λε­κτρο­νι­κού – χά­ρα­ξη της νέ­ας πε­ρι­ή­γη­σης, βρή­κα στο αρ­χείο του Φρου­ρού, έ­να πο­λύ ση­μα­ντι­κό στοι­χεί­ο που εί­χε α­να­φέ­ρει ο α­εί­μνη­στος ι­δρυ­τής του Πά­νος Σω­τη­ρό­που­λος.
Υ­πήρ­χε, έ­γρα­φε, α­πό τη δε­κα­ε­τί­α του ’50 σχέ­διο της στρα­τιω­τι­κής ΜΟ­ΜΑ για διά­νοι­ξη ο­δι­κού ά­ξο­να Αι­γεί­ρας – Σε­λιά­νας – Τρι­πόλε­ως, σε συν­δυα­σμό με την οδό “111” Πά­τρας – Τρι­πό­λε­ως που κα­τα­σκευά­σθηκε τη δε­κα­ε­τί­α του ’60.
Ό­σο και να α­κού­γε­ται εκ­πλη­κτι­κό ως εγ­χεί­ρη­μα και “ου­το­πικός” έ­νας τέ­τοιος σχε­δια­σμός που κα­τα­γρά­φη­κε 55 χρό­νια πριν, στα πλαί­σια του προ­γράμ­μα­τος α­πο­κα­τά­στα­σης του πο­λέ­μου, σί­γου­ρα θα ή­ταν μια μο­να­δική ευ­και­ρία για τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κή α­νά­πτυ­ξη της πε­ριο­χής μας. Ε­πει­δή ό­μως ο χρό­νος δεν γυ­ρί­ζει πο­τέ πί­σω, α­πο­φα­σίσα­με με τη σκέ­ψη στο ανεκ­πλή­ρω­το αυ­τό όρα­μα, να δη­μιουρ­γή­σου­με την πλη­σιέ­στε­ρη ε­ναλ­λα­κτι­κή δια­δρο­μή, ώ­στε να προ­σεγ­γί­σου­με μέ­ρη που εί­ναι δί­πλα μας, αλ­λά τό­σο μα­κριά μας…
Το η­λιό­λου­στο χει­μω­νιά­τι­κο πρω­ι­νό ή­ταν ό­τι έ­πρε­πε για το ξε­κί­νη­μά μας.
Τα πρώ­τα 29 χι­λιό­με­τρα στην 17η Ε­παρ­χια­κή Ο­δό πέ­ρα­σαν ευ­χά­ρι­στα με τη σκέ­ψη στο α­πραγ­μα­το­ποί­η­το σχέ­διο του ’50 και χω­ρίς να το κα­τα­λά­βου­με α­πό το διά­σε­λο του Σα­ρα­ντά­πη­χου, κα­τευ­θυν­θή­κα­με προς τη Γκού­ρα. Το κε­φα­λοχώ­ρι του Φε­νε­ού που έ­μει­νε σχε­δόν α­ναλ­λοί­ω­το στο πέ­ρα­σμα του χρό­νου, σε υψό­με­τρο 930 μ. με θέ­α στον κά­μπο και την κα­τά­φυ­τη α­πό έ­λα­τα πλα­γιά με τα πα­ραδο­σια­κά κτί­σμα­τα και την εκ­κλη­σί­α στην κα­λο­δια­τη­ρη­μέ­νη πλα­τεί­α.
Η μέ­ρα έ­τρε­χε και δεν μας ε­πέ­τρε­πε να ε­πι­σκε­φθού­με το φράγ­μα και την ό­μορφη λί­μνη Δό­ξα.
Άλ­λω­στε α­πο­φα­σί­σα­με να μην α­να­ζη­τή­σου­με την “111”, κα­τευ­θυνό­με­νοι δυ­τι­κά, δια μέσω Λυ­κούρ­γιας.
Συ­νε­χί­σα­με νο­τιο­α­να­το­λι­κά προς Κα­στα­νιά το πα­νέ­μορ­φο χω­ριό με το ο­μώ­νυ­μο “Ξε­νί­α”, που βρί­σκε­ται στις πλα­γιές του ό­ρους Ζή­ρειας σε υ­ψόμε­τρο 1200 μ. μέ­σα σε ε­λα­τό­δα­σος, έ­να ι­δα­νι­κό ση­μεί­ο για ε­ξορ­μή­σεις στην ευ­ρύτε­ρη πε­ριο­χή.
Η κα­τά­βα­ση, ε­ντυ­πω­σια­κή και επι­κίν­δυ­νη, προς τον κά­μπο της Στυμ­φα­λί­ας μας έ­φε­ρε λί­γο αρ­γό­τε­ρα στη γνω­στή α­πό τη μυ­θο­λο­γί­α λί­μνη. Ε­κεί που ο Η­ρα­κλής ε­ξό­ντω­σε τις “Στυμ­φα­λί­δες Όρ­νι­θες”. Σή­με­ρα έ­χει λι­γο­στό νερό, ό­πως πα­ρου­σιά­ζε­ται στη φω­το­γρα­φί­α μας.
Στη βό­ρεια πλευ­ρά της δια­κρίνο­νται τα ερεί­πια της Α­κρό­πο­λης της Αρ­χαί­ας Στυμ­φά­λου, με τμή­μα­τα τει­χών, υ­δρα­γω­γεί­ου και να­ών.
Η συ­νέ­χεια σε κα­λο­δια­τη­ρη­μέ­νο δρό­μο, με πυ­κνή κυκλο­φο­ρί­α αυ­το­κι­νή­των δείγ­μα ρα­γδαί­ας του­ρι­στι­κής α­νά­πτυ­ξης, σε φέρ­νει γρή­γο­ρα στους Κα­λιά­νους.
Ε­κεί η στά­ση υ­πο­χρε­ω­τι­κή. Οι μυ­ρω­διές α­πό τις ψη­στα­ριές σε συ­νε­παίρ­νουν και οι προ­σφο­ρές των ντό­πιων κρε­ά­των και τυ­ρο­κο­μι­κών εί­ναι δε­λε­α­στι­κό­τα­τες.

Η ώ­ρα εί­ναι 12 το με­ση­μέ­ρι και έ­χου­με δια­νύ­σει τα πρώ­τα 72 δύ­σκο­λα χι­λιό­με­τρα. Η α­σφα­λής ό­μως δια­δρομή προς Αρ­κα­δί­α ε­πέ­βα­λε την κά­θο­δο προς το Κιά­το, όπου η Νέ­α Ε­θνι­κή μας ο­δηγεί στον Κόμ­βο για Τρί­πο­λη.
Λί­γο με­τά τη σή­ραγ­γα Αρ­τε­μι­σί­ου, στρο­φή προς δυ­τι­κά και με το ρο­λό­ι να δείχνει 3 μ.μ. θέ­λου­με άλ­λα 40 χιλ­μ για να φθά­σου­με στη Βυ­τί­να.
Εί­μα­στε στην καρ­διά της Πε­λο­πον­νή­σου, δί­πλα στις χιο­νι­σμέ­νες κο­ρυφές του Μαί­να­λου (υ­ψό­με­τρο 1935), ε­κεί που τα πα­νάρ­χαια χρό­νια ο τρα­γο­πό­δα­ρος θεός Πά­νας με το σου­ραύ­λι του έ­δι­νε πνο­ή στη φύ­ση και κυ­νη­γού­σε τις νύμ­φες στα ά­γρια πευ­κο­δά­ση.
Σύντομα βρι­σκό­μα­στε στο γο­η­τευ­τι­κό Λε­βί­δι. Στον κο­ντι­νό λό­φο, α­να­το­λι­κά, υ­πάρ­χει έ­να γρα­φι­κό ξω­κλή­σι της Πα­να­γί­ας. Στην ί­δια θέ­ση ή­ταν χτι­σμέ­νο κα­τά την αρ­χαιό­τη­τα έ­να ιε­ρό της Υ­μνί­ας Αρ­τέμιδος, πο­λύ γνω­στό και σε­βα­στό από ό­λους τους Αρ­κά­δες.
Με­τά το Λε­βί­δι, πα­ρα­κά­μπτου­με την ο­δό “111”, για να α­πο­λαύ­σου­με λί­γο αργό­τε­ρα την εί­σο­δο στην πα­νέ­μορ­φη Βυ­τί­να που εί­ναι χτι­σμέ­νη σε μια κοι­λά­δα στους πρό­πο­δες του Μαι­νά­λου, σε υψόμε­τρο 1033.
Α­πό τους πιο γρα­φι­κούς οι­κι­σμούς της Ελ­λά­δας, α­πέ­χει 44 χλμ. α­πό την Τρί­πο­λη.
Ε­δώ θα πρέ­πει να εί­ναι ο σταθ­μός δια­νυ­κτέ­ρευ­σης στην κο­πια­στι­κή δια­δρο­μή. Στην πλα­τεί­α το ά­γαλ­μα του ι­στο­ρι­κού Κων­στα­ντί­νου Πα­παρ­ρη­γό­που­λου, δεί­χνει τη ση­μα­σί­α που δί­νουν στην ι­στο­ρί­α του χω­ριού τους οι Βυτι­ναί­οι.

Δίπλα βρί­σκε­ται και η Βι­βλιο­θή­κη της Βυ­τί­νας με ση­μα­ντι­κό ι­στο­ρι­κό αρ­χεί­ο. Α­ξιό­λο­γο κτί­σμα εί­ναι το πε­τρό­κτι­στο Ελ­λη­νι­κό Σχο­λεί­ο.
Ο λό­φος του Α­ϊ-Λιά, στην πά­νω γει­το­νιά, σου προ­σφέρει ό­μορ­φη θέ­α στην κω­μό­πο­λη, κά­νο­ντάς σε να νιώ­σεις ό­τι βρί­σκε­σαι σε έ­να από τα πιο ει­δυλ­λια­κά και φη­μι­σμέ­να θέ­ρε­τρα, με σύγ­χρο­νες του­ρι­στι­κές υ­ποδο­μές.
Ε­δώ λοι­πόν ε­πι­βάλ­λε­ται μια ανά­παυ­λα, ώ­στε να ζή­σεις το κο­σμο­πο­λί­τι­κο πε­ρι­βάλ­λον με πλη­θώ­ρα ε­πι­λο­γών σε τα­βέρ­νες, κα­φε­νεί­α, κα­φε­τέ­ριες και κα­τα­στή­μα­τα με το­πι­κά προ­ϊ­ό­ντα.
Οι μυ­ρω­διές α­πό τον πα­ρα­δο­σια­κό πα­λιό φούρ­νο που βρί­σκε­ται σε έ­να στε­νό δρο­μά­κι κο­ντά στην πλα­τεί­α, εί­ναι α­φορ­μή για τις πρώ­τες γα­στρι­μαρ­γι­κές ανα­ζη­τή­σεις.
Ά­φθο­νες εί­ναι και οι ε­ξορ­μή­σεις που μπο­ρεί να κά­νει κανείς με α­φε­τη­ρί­α τη Βυ­τί­να. Μια συ­νή­θης και εύ­κο­λη βόλ­τα εί­ναι στο χιο­νο­δρο­μι­κό κέ­ντρο της Ο­στρα­κίνας, ε­νώ 3 χιλ. δυ­τι­κά βρί­σκε­ται το δεύ­τε­ρο “Ξε­νί­α” της διαδρομής μας σε μα­γευ­τι­κή το­πο­θε­σί­α μέ­σα στο δά­σος.

Η ε­πό­με­νη μέ­ρα δί­νει την κα­τεύ­θυν­ση προς Η­λεί­α και να ‘μα­στε στα Λα­γκά­δια Γορ­τυ­νί­ας.
Σ’ αυ­τό το πέ­τρι­νο κομ­ψο­τέ­χνη­μα, με τα ε­ντυπω­σια­κά διώ­ρο­φα και τριώ­ρο­φα σπί­τια χτι­σμέ­να αμ­φι­θε­α­τρι­κά στην α­πό­τομη πλα­γιά, σε έ­να ε­πι­βλη­τι­κό το­πί­ο, γε­μά­το κα­ρυ­διές, πλα­τά­νια και ά­φθο­να τρε­χού­με­να νε­ρά. Πολ­λά σπί­τια έ­χουν α­πό τη μια πλευ­ρά του δρό­μου έ­ναν ό­ρο­φο ε­νώ α­πό την άλ­λη τρεις.
Η κε­ντρι­κή πλα­τεί­α του χω­ριού, με τα κα­φε­νεί­α και τα ε­στια­τό­ρια στέ­κει α­κρι­βώς στο χεί­λος της ρε­μα­τιάς. Α­πό ε­κεί ξε­κι­νά το από­κρη­μνο φα­ράγ­γι ό­που κυ­λά το Λα­γκα­δια­νό πο­τά­μι, του Του­θό­α κα­τά τον Παυσα­νί­α, το ο­ποί­ο δια­σχί­ζει έ­να με­γά­λο τμή­μα της Γορ­τυ­νί­ας και μέ­σα α­πό πυκνά δά­ση κα­τα­λή­γει στον Λά­δω­να.
Με­τά τα Λα­γκά­δια και τα υ­περ­πο­λι­τε­λή ξε­νο­δο­χεί­α τους, ο δρό­μος ο­δη­γεί στο Ιόνιο πέλαγος.

Αλ­λα­γή πο­ρεί­ας ό­μως, βό­ρεια προς Αχαΐα και σε λί­γο μπρο­στά μας ξεπρο­βά­λουν αμ­φι­θε­α­τρι­κά στην πλα­γιά υ­ψώ­μα­τος, τα Τρό­παια, το κε­φα­λο­χώ­ρι της πε­ριο­χής, έδρα του ο­μώ­νυ­μου Δή­μου με πε­ρί­που 800 κα­τοί­κους.
Η κε­ντρι­κή πλα­τεί­α εί­ναι γρα­φι­κό­τα­τη. Βρί­σκε­ται στις πα­ρυ­φές της πλα­γιάς, με πλα­τά­νια και πε­τρό­χτι­στα σπί­τια. Πιο πέρα είναι και τα ερεί­πια του φρα­γκι­κού κά­στρου της Ά­κο­βας.
Σε α­πό­στα­ση “α­να­πνο­ής” βρί­σκε­ται και ο Λά­δω­νας.
Στην πλα­τεί­α των Τρο­παί­ων, όμως, πρέ­πει να ρω­τή­σεις πως πά­νε στο φράγ­μα, αν δε θέ­λεις να χα­θείς στους δαι­δα­λώ­δεις ο­ρει­νούς δρό­μους.
Η δια­δρο­μή εί­ναι συ­ναρ­πα­στι­κή και η ε­ξαι­ρε­τι­κή θέ­α στην λί­μνη και στο φράγ­μα, σε ο­δη­γεί με α­κρί­βεια στο γε­φύ­ρι που σε περ­νά απέ­να­ντι, στο μο­να­δι­κό δρό­μο προς Α­χα­ΐ­α.
Μια και πλέ­ον ώ­ρα αρ­γό­τε­ρα, αφού έ­χεις α­πο­λαύ­σει για αρ­κε­τά χι­λιό­με­τρα τις ό­χθες της τεχνητής λί­μνης, α­ντι­κρί­ζεις τη Δάφ­νη Κα­λα­βρύ­των (Στρέ­ζο­βα), που εί­ναι χτι­σμέ­νη στην πλα­γιά του Α­φρο­δί­σιου ό­ρους, σε το­πο­θε­σί­α η­μιο­ρει­νή με πλού­σια βλά­στη­ση και πολ­λά νε­ρά, με 600 πε­ρί­που μό­νι­μους κα­τοί­κους.
Α­πό ε­δώ περ­νά ο δρό­μος σύν­δε­σης με τον ο­δι­κό ά­ξο­να “111”, την πε­ρί­φη­μη οδό Πά­τρας – Τρί­πο­λης συνο­λι­κού μή­κους 175 χιλμ., που δια­σχί­ζει τρεις νο­μούς!
Ξεκινά από την Α­χα­ΐ­α, συνεχίζει στην Ηλεί­α, κα­τό­πιν ει­σέρ­χε­ται πά­λι στην Α­χα­ΐ­α και τέ­λος κα­τα­λή­γει στην Αρκα­δί­α.
Εί­ναι μια διαφο­ρε­τι­κή και ή­συ­χη ο­ρει­νή δια­δρο­μή που χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­πό συ­νε­χή εναλ­λα­γή το­πί­ου.
Α­πό ‘κει και πέρα πλέον, γνώ­ρι­μα ό­σα συ­να­ντάς. Κλει­το­ρί­α, Λου­σοί, Σπή­λαια Λι­μνών, Καλά­βρυ­τα, Πού­ντα, και αρ­γά το βρά­δυ φθά­νεις Αι­γεί­ρα.