ΜΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΣΤΟ «ΒΕΛΛΑΪΤΙΚΟ» ΒΟΥΝΟ

Το να προ­σπα­θή­σει κά­ποιος να πε­ρι­γρά­ψει μια εκ­δρο­μή στα ο­ρει­νά την Πρω­τομα­γιά, δεν θα εί­ναι κα­θό­λου πρω­τό­τυ­πο, α­φού μια τέ­τοια μέ­ρα ό­λοι ε­μείς οι “α­στοί” θε­ω­ρού­με ε­πι­βε­βλη­μέ­νο να “εκ­δρά­μω­μεν εις τας ε­ξο­χάς”.
Να “πιά­σου­με το Μά­η” συ­νη­θί­ζου­με να λέ­με, α­κο­λου­θώ­ντας πι­στά τα έ­θιμα και τις πα­ρα­δώ­σεις μας. Ευ­και­ρί­α δηλ. να ε­πι­σκε­φθού­με τα χω­ριά των παπ­πού­δων μας και να α­πο­λαύ­σου­με τους κα­τα­πλη­κτι­κούς με­ζέ­δες των το­πι­κών “κα­φε-ε­στια­το­ρί­ων” στα ο­ποί­α “ο­λη­με­ρίς” γί­νε­ται το α­δια­χώ­ρη­το…” Όσα φυ­σι­κά λει­τουρ­γούν τούτη τη ­μέ­ρα.
Αυ­τή τη πρω­το­μα­γιά ό­μως α­πο­φα­σί­σα­με να πά­με κό­ντρα στο ρεύ­μα. Να πά­με ε­κεί που δεν εί­χαν πά­ει οι πολ­λοί…
Το δί­λημ­μα ή­ταν τε­ρά­στιο. Περ­νώ­ντας α­πό τα πρώ­τα ο­ρει­νά κε­ντρά­κια, η τσίκνα α­πό τα πα­ϊ­δά­κια σε προ­κα­λού­σε να τρα­βή­ξεις χει­ρό­φρε­νο και να α­φε­θείς στο “με­γά­λο φα­γο­πό­τι”. Τό­τε ή­ταν που κιν­δύ­νε­ψε σο­βα­ρά η συ­νο­χή της μικρής πα­ρέ­ας μας.
Ευ­τυ­χώς ό­μως, η μη ύ­παρ­ξη κε­νής κα­ρέ­κλας α­πό τη μια και η θέ­α των αν­θι­σμέ­νων κε­ρα­σιών α­πό την άλ­λη, έ­ρι­ξε το σύν­θη­μα: Ας προ­χω­ρή­σουμε λί­γο πα­ρα­πά­νω…
Και έ­τσι ξε­κί­νη­σε μια ό­μορ­φη, αλ­λά και ε­πι­κίν­δυ­νη, πε­ρι­πέ­τεια! Αυ­τό βέβαια το κα­τα­λά­βα­με πο­λύ αρ­γό­τε­ρα.
Με­ρι­κές ε­κα­το­ντά­δες μέ­τρα πα­ρα­πά­νω. Στρο­φή α­ρι­στε­ρά. Προ­ο­ρι­σμός Ευ­ρω­στί­να. Αν δεν πα­τή­σεις χώ­μα πως θα κα­τα­λά­βεις ό­τι πας σε βου­νό…
Σύ­ντο­μη η διαδρο­μή, α­πό τον αρ­κε­τά κα­λά κα­θα­ρι­σμέ­νο δρό­μο, ως την κο­ρυ­φή. Ε­κεί νιώ­σα­με την πρώ­τη …α­πο­γο­ή­τευ­ση - “δι­καί­ω­ση”, α­φού ε­λά­χι­στοι ή­ταν αυ­τοί που είχαν α­νέ­βει επάνω.
Δε­κά­λε­πτο στα­μά­τη­μα και μια γε­ρή ρου­φη­ξιά α­ρώ­μα­τος ά­γριας φύ­σης. Το βλέμμα να χά­νε­ται στο ά­πει­ρο… Πά­ντα ό­μως προς δυ­τι­κά. Α­να­το­λι­κά, η θέ­α του “φα­λα­κρού” (λό­γω φω­τιάς) ο­ρο­πε­δί­ου της Ευ­ρω­στί­νας σε κά­νει να α­πο­στρέ­φεις το πρό­σω­πο.
Προς δυ­τι­κά λοι­πόν...
Η η­μί­ω­ρη κα­σέ­τα της βι­ντε­ο­κά­με­ρας και οι ο­γδό­ντα πε­ρί­που φω­το­γρα­φί­ες που χώ­ρα­γε η ψη­φια­κή μη­χα­νή, φά­ντα­ζαν ε­λά­χι­στα μπρο­στά στα κα­τα­πλη­κτι­κά τοπί­α που “έ­πρε­πε” να α­πο­τυ­πώ­σου­με.
Και τό­τε έ­γι­νε “το λά­θος”! Ο φα­κός ε­στιά­στη­κε στο α­πέ­να­ντι βου­νό και στην ε­ντυ­πω­σια­κή “Ξε­ρό­βρυ­ση”. Έ­να τυ­χαί­ο, α­νε­παί­σθη­το, κού­νη­μα της κάμε­ρας προς το βο­ρά, έ­φε­ρε μπρο­στά μας έ­ναν φι­δί­σιο δρό­μο προς την κο­ρυ­φή του Βελ­λα­ϊ­τι­κου.
Η α­πό­φα­ση να “αλ­λά­ξου­με βου­νό” ή­ταν σιω­πη­ρή και α­κα­ριαί­α.
Ού­τε εί­κο­σι λε­πτά δεν κά­να­με ως την υ­πε­ραιω­νό­βια γέ­φυ­ρα του Κριού που θα μας περ­νού­σε α­πέ­να­ντι.
Τώ­ρα ο Κριός κυ­λού­σε στα δε­ξιά μας, αλ­λά κά­θε διά­θε­ση για φω­το­γρά­φη­ση μας έ­φυ­γε στο διά­βα του κα­τε­στραμ­μέ­νου δρό­μου α­πό τις με­γά­λες κα­το­λι­σθή­σεις του Βε­λα­ϊ­τι­κου βου­νού.
Μι­σή ώ­ρα αρ­γό­τε­ρα τα αυ­τιά μας δεν χόρ­ται­ναν να α­κούν το θό­ρυ­βο α­πό τους κα­ταρ­ρά­χτες του νε­ρού που έ­πε­φταν α­πό την “Ξε­ρό­βρυ­ση” και το “Σού­βαλτο”.
Η θέ­α α­πό την εκ­κλη­σί­α του χω­ριού, μο­να­δι­κή. Στο βά­θος έ­να κο­πά­δι πρό­βα­τα, τρί­α – τέσ­σα­ρα τσο­πα­νό­σκυ­λα και έ­νας άν­θρω­πος, ή­ταν τα μό­να “κι­νού­με­να α­ντι­κεί­με­να” στο έ­ρη­μο χω­ριό.
Ώ­ρα να φεύ­γου­με. Η πε­ρι­πέ­τεια μό­λις τώ­ρα αρ­χί­ζει. Η κο­ρυ­φή εί­ναι πο­λύ μα­κριά.
Πά­λι χω­μά­τι­νος δρό­μος. Δύ­ο πα­λιές “ρο­δο­σιές” μας έ­κα­ναν να νοιώ­σουμε α­σφά­λεια. Έ­χουν πε­ρά­σει και άλ­λοι μο­νο­λο­γού­σα­με και α­νε­βαί­να­με. Κοι­τούσα­με α­πέ­να­ντι. Ε­κεί που εί­μα­στε πριν μιά­μι­ση ώ­ρα.
Το ο­ρο­πέ­διο της Ευ­ρω­στίνας ή­ταν τό­σο χα­μη­λό!!! Σί­γου­ρα εί­χα­με ξε­πε­ρά­σει τα 1200 υ­ψό­με­τρο…
Α­φε­θή­κα­με στο κοί­ταγ­μα της “α­πε­ρα­ντο­σύ­νης” και δεν κα­τα­λά­βα­με ό­τι στο δρό­μο πλέ­ον υ­πήρ­χαν τα ί­χνη μό­νο του δι­κού μας αυ­το­κι­νή­του… Αχ και να ήταν φορ­τη­γό!
Τώ­ρα εί­ναι που χρειά­στη­κε να γί­νει κα­τα­νο­μή αρ­μο­διο­τή­των…
Ο έ­νας στο τιμό­νι, ο άλ­λος με την κά­με­ρα (για το ρε­πορ­τάζ) και ο τρί­τος μπρο­στά πε­ζός να κλω­τσά πέ­τρες για να κλί­νουν τα νε­ρο­φα­γώ­μα­τα. Πε­ρά­σα­με μια έ­ρη­μη στά­νη και παρ’ ό­τι “δεν υ­πήρ­χε” πλέ­ον δρό­μος δεν σκε­πτό­μα­στε καν την ε­πί τό­που στρο­φή. Θέ­λα­με να φτά­σου­με στην κο­ρυ­φή.
Τό­τε εί­ναι που νοιώ­σα­με τη δεύ­τε­ρη α­πο­γο­ή­τευ­ση, α­φού τε­λι­κά ε­πι­κρά­τη­σε η λο­γι­κή και γυ­ρί­σα­με.. Εξ άλ­λου δεν ξέ­ρα­με πως με­τα­τρέ­πε­ται το μι­κρό ΙΧ σε μπουλ­ντό­ζα!
Γυ­ρί­σα­με… Τρό­πος του λέ­γειν. Λί­γο πιο κά­τω, στα α­ρι­στε­ρά μας, έ­νας “κα­ταπρά­σι­νος” α­πό χλό­η δρό­μος. Α­πό αυ­τόν θα φθά­σου­με κά­τω γρη­γο­ρό­τε­ρα σκεφθή­κα­με, παρ’ ό­τι μάλ­λον για χρό­νια δεν εί­χε πε­ρά­σει άλ­λο αυ­το­κί­νη­το.
Ο Κο­ριν­θια­κός στα πό­δια μας. Η “Ξε­ρό­βρυ­ση” δί­πλα μας. Ο χιο­νι­σμέ­νος (ακό­μα) Παρ­νασ­σός α­πέ­να­ντί μας.
Το κα­τα­πρά­σι­νο, αλ­λά χω­ρίς δέν­δρα, βου­νό μας εί­χε συ­νε­πά­ρει. Ού­τε μια στιγ­μή δεν σκε­φτή­κα­με ό­τι εί­μα­στε μέ­σα σε έ­να κοι­νό αυ­το­κί­νη­το, και κα­τε­βαί­να­με από έ­να δρό­μο που ή­ταν σί­γου­ρα ξε­χα­σμέ­νος α­πό τα αν­θρώ­πι­να βλέμ­μα­τα, ε­δώ και και­ρό.
Ύ­στε­ρα α­πό μί­α και πλέ­ον ώ­ρα λί­αν ε­πι­κίν­δυ­νης κα­τά­βα­σης, συνοδευόμενη με α­νά­λο­γο φό­βο μή­πως “δια­νυ­κτε­ρεύ­σου­με” ε­κεί, πα­τή­σα­με ε­πί τέ­λους ά­σφαλ­το!
Συ­νε­χί­σα­με για …θά­λασ­σα, με α­τε­λεί­ω­τες συ­ζη­τή­σεις για το αν ή­ταν “σω­στή” η δια­δρο­μή που α­κο­λου­θή­σα­με…
Το συ­μπέ­ρα­σμα: Ναι, θα το ξα­να­κά­να­με! Με έ­να πιο “ε­ξει­δι­κευ­μέ­νο” ό­χη­μα βέ­βαια. Και εφ’ ό­σον μα­θαί­να­με ό­τι πέ­ρα­σε κά­ποιο μη­χά­νη­μα για έ­να “ψιλο­κα­θά­ρι­σμα” σε αυ­τές τις, μο­να­δι­κής ο­μορ­φιάς, δια­δρο­μές…