Το να προσπαθήσει κάποιος να περιγράψει μια εκδρομή στα ορεινά την Πρωτομαγιά, δεν θα είναι καθόλου πρωτότυπο, αφού μια τέτοια μέρα όλοι εμείς οι “αστοί” θεωρούμε επιβεβλημένο να “εκδράμωμεν εις τας εξοχάς”.
Να “πιάσουμε το Μάη” συνηθίζουμε να λέμε, ακολουθώντας πιστά τα έθιμα και τις παραδώσεις μας. Ευκαιρία δηλ. να επισκεφθούμε τα χωριά των παππούδων μας και να απολαύσουμε τους καταπληκτικούς μεζέδες των τοπικών “καφε-εστιατορίων” στα οποία “ολημερίς” γίνεται το αδιαχώρητο…” Όσα φυσικά λειτουργούν τούτη τη μέρα.
Αυτή τη πρωτομαγιά όμως αποφασίσαμε να πάμε κόντρα στο ρεύμα. Να πάμε εκεί που δεν είχαν πάει οι πολλοί…
Το δίλημμα ήταν τεράστιο. Περνώντας από τα πρώτα ορεινά κεντράκια, η τσίκνα από τα παϊδάκια σε προκαλούσε να τραβήξεις χειρόφρενο και να αφεθείς στο “μεγάλο φαγοπότι”. Τότε ήταν που κινδύνεψε σοβαρά η συνοχή της μικρής παρέας μας.
Μερικές εκατοντάδες μέτρα παραπάνω. Στροφή αριστερά. Προορισμός Ευρωστίνα. Αν δεν πατήσεις χώμα πως θα καταλάβεις ότι πας σε βουνό…
Σύντομη η διαδρομή, από τον αρκετά καλά καθαρισμένο δρόμο, ως την κορυφή. Εκεί νιώσαμε την πρώτη …απογοήτευση - “δικαίωση”, αφού ελάχιστοι ήταν αυτοί που είχαν ανέβει επάνω.
Δεκάλεπτο σταμάτημα και μια γερή ρουφηξιά αρώματος άγριας φύσης. Το βλέμμα να χάνεται στο άπειρο… Πάντα όμως προς δυτικά. Ανατολικά, η θέα του “φαλακρού” (λόγω φωτιάς) οροπεδίου της Ευρωστίνας σε κάνει να αποστρέφεις το πρόσωπο.
Προς δυτικά λοιπόν...
Η ημίωρη κασέτα της βιντεοκάμερας και οι ογδόντα περίπου φωτογραφίες που χώραγε η ψηφιακή μηχανή, φάνταζαν ελάχιστα μπροστά στα καταπληκτικά τοπία που “έπρεπε” να αποτυπώσουμε.
Και τότε έγινε “το λάθος”! Ο φακός εστιάστηκε στο απέναντι βουνό και στην εντυπωσιακή “Ξερόβρυση”. Ένα τυχαίο, ανεπαίσθητο, κούνημα της κάμερας προς το βορά, έφερε μπροστά μας έναν φιδίσιο δρόμο προς την κορυφή του Βελλαϊτικου.
Η απόφαση να “αλλάξουμε βουνό” ήταν σιωπηρή και ακαριαία.
Ούτε είκοσι λεπτά δεν κάναμε ως την υπεραιωνόβια γέφυρα του Κριού που θα μας περνούσε απέναντι.
Τώρα ο Κριός κυλούσε στα δεξιά μας, αλλά κάθε διάθεση για φωτογράφηση μας έφυγε στο διάβα του κατεστραμμένου δρόμου από τις μεγάλες κατολισθήσεις του Βελαϊτικου βουνού.
Μισή ώρα αργότερα τα αυτιά μας δεν χόρταιναν να ακούν το θόρυβο από τους καταρράχτες του νερού που έπεφταν από την “Ξερόβρυση” και το “Σούβαλτο”.
Η θέα από την εκκλησία του χωριού, μοναδική. Στο βάθος ένα κοπάδι πρόβατα, τρία – τέσσαρα τσοπανόσκυλα και ένας άνθρωπος, ήταν τα μόνα “κινούμενα αντικείμενα” στο έρημο χωριό.
Ώρα να φεύγουμε. Η περιπέτεια μόλις τώρα αρχίζει. Η κορυφή είναι πολύ μακριά.
Πάλι χωμάτινος δρόμος. Δύο παλιές “ροδοσιές” μας έκαναν να νοιώσουμε ασφάλεια. Έχουν περάσει και άλλοι μονολογούσαμε και ανεβαίναμε. Κοιτούσαμε απέναντι. Εκεί που είμαστε πριν μιάμιση ώρα.
Το οροπέδιο της Ευρωστίνας ήταν τόσο χαμηλό!!! Σίγουρα είχαμε ξεπεράσει τα 1200 υψόμετρο…
Αφεθήκαμε στο κοίταγμα της “απεραντοσύνης” και δεν καταλάβαμε ότι στο δρόμο πλέον υπήρχαν τα ίχνη μόνο του δικού μας αυτοκινήτου… Αχ και να ήταν φορτηγό!
Τώρα είναι που χρειάστηκε να γίνει κατανομή αρμοδιοτήτων…
Ο ένας στο τιμόνι, ο άλλος με την κάμερα (για το ρεπορτάζ) και ο τρίτος μπροστά πεζός να κλωτσά πέτρες για να κλίνουν τα νεροφαγώματα. Περάσαμε μια έρημη στάνη και παρ’ ότι “δεν υπήρχε” πλέον δρόμος δεν σκεπτόμαστε καν την επί τόπου στροφή. Θέλαμε να φτάσουμε στην κορυφή.
Τότε είναι που νοιώσαμε τη δεύτερη απογοήτευση, αφού τελικά επικράτησε η λογική και γυρίσαμε.. Εξ άλλου δεν ξέραμε πως μετατρέπεται το μικρό ΙΧ σε μπουλντόζα!
Γυρίσαμε… Τρόπος του λέγειν. Λίγο πιο κάτω, στα αριστερά μας, ένας “καταπράσινος” από χλόη δρόμος. Από αυτόν θα φθάσουμε κάτω γρηγορότερα σκεφθήκαμε, παρ’ ότι μάλλον για χρόνια δεν είχε περάσει άλλο αυτοκίνητο.
Ο Κορινθιακός στα πόδια μας. Η “Ξερόβρυση” δίπλα μας. Ο χιονισμένος (ακόμα) Παρνασσός απέναντί μας.
Το καταπράσινο, αλλά χωρίς δένδρα, βουνό μας είχε συνεπάρει. Ούτε μια στιγμή δεν σκεφτήκαμε ότι είμαστε μέσα σε ένα κοινό αυτοκίνητο, και κατεβαίναμε από ένα δρόμο που ήταν σίγουρα ξεχασμένος από τα ανθρώπινα βλέμματα, εδώ και καιρό.
Ύστερα από μία και πλέον ώρα λίαν επικίνδυνης κατάβασης, συνοδευόμενη με ανάλογο φόβο μήπως “διανυκτερεύσουμε” εκεί, πατήσαμε επί τέλους άσφαλτο!
Συνεχίσαμε για …θάλασσα, με ατελείωτες συζητήσεις για το αν ήταν “σωστή” η διαδρομή που ακολουθήσαμε…
Το συμπέρασμα: Ναι, θα το ξανακάναμε! Με ένα πιο “εξειδικευμένο” όχημα βέβαια. Και εφ’ όσον μαθαίναμε ότι πέρασε κάποιο μηχάνημα για ένα “ψιλοκαθάρισμα” σε αυτές τις, μοναδικής ομορφιάς, διαδρομές…
Αυτή τη πρωτομαγιά όμως αποφασίσαμε να πάμε κόντρα στο ρεύμα. Να πάμε εκεί που δεν είχαν πάει οι πολλοί…
Το δίλημμα ήταν τεράστιο. Περνώντας από τα πρώτα ορεινά κεντράκια, η τσίκνα από τα παϊδάκια σε προκαλούσε να τραβήξεις χειρόφρενο και να αφεθείς στο “μεγάλο φαγοπότι”. Τότε ήταν που κινδύνεψε σοβαρά η συνοχή της μικρής παρέας μας.
Ευτυχώς όμως, η μη ύπαρξη κενής καρέκλας από τη μια και η θέα των ανθισμένων κερασιών από την άλλη, έριξε το σύνθημα: Ας προχωρήσουμε λίγο παραπάνω…
Και έτσι ξεκίνησε μια όμορφη, αλλά και επικίνδυνη, περιπέτεια! Αυτό βέβαια το καταλάβαμε πολύ αργότερα.Μερικές εκατοντάδες μέτρα παραπάνω. Στροφή αριστερά. Προορισμός Ευρωστίνα. Αν δεν πατήσεις χώμα πως θα καταλάβεις ότι πας σε βουνό…
Σύντομη η διαδρομή, από τον αρκετά καλά καθαρισμένο δρόμο, ως την κορυφή. Εκεί νιώσαμε την πρώτη …απογοήτευση - “δικαίωση”, αφού ελάχιστοι ήταν αυτοί που είχαν ανέβει επάνω.
Δεκάλεπτο σταμάτημα και μια γερή ρουφηξιά αρώματος άγριας φύσης. Το βλέμμα να χάνεται στο άπειρο… Πάντα όμως προς δυτικά. Ανατολικά, η θέα του “φαλακρού” (λόγω φωτιάς) οροπεδίου της Ευρωστίνας σε κάνει να αποστρέφεις το πρόσωπο.
Προς δυτικά λοιπόν...
Η ημίωρη κασέτα της βιντεοκάμερας και οι ογδόντα περίπου φωτογραφίες που χώραγε η ψηφιακή μηχανή, φάνταζαν ελάχιστα μπροστά στα καταπληκτικά τοπία που “έπρεπε” να αποτυπώσουμε.
Και τότε έγινε “το λάθος”! Ο φακός εστιάστηκε στο απέναντι βουνό και στην εντυπωσιακή “Ξερόβρυση”. Ένα τυχαίο, ανεπαίσθητο, κούνημα της κάμερας προς το βορά, έφερε μπροστά μας έναν φιδίσιο δρόμο προς την κορυφή του Βελλαϊτικου.
Η απόφαση να “αλλάξουμε βουνό” ήταν σιωπηρή και ακαριαία.
Ούτε είκοσι λεπτά δεν κάναμε ως την υπεραιωνόβια γέφυρα του Κριού που θα μας περνούσε απέναντι.
Τώρα ο Κριός κυλούσε στα δεξιά μας, αλλά κάθε διάθεση για φωτογράφηση μας έφυγε στο διάβα του κατεστραμμένου δρόμου από τις μεγάλες κατολισθήσεις του Βελαϊτικου βουνού.
Μισή ώρα αργότερα τα αυτιά μας δεν χόρταιναν να ακούν το θόρυβο από τους καταρράχτες του νερού που έπεφταν από την “Ξερόβρυση” και το “Σούβαλτο”.
Η θέα από την εκκλησία του χωριού, μοναδική. Στο βάθος ένα κοπάδι πρόβατα, τρία – τέσσαρα τσοπανόσκυλα και ένας άνθρωπος, ήταν τα μόνα “κινούμενα αντικείμενα” στο έρημο χωριό.
Ώρα να φεύγουμε. Η περιπέτεια μόλις τώρα αρχίζει. Η κορυφή είναι πολύ μακριά.
Πάλι χωμάτινος δρόμος. Δύο παλιές “ροδοσιές” μας έκαναν να νοιώσουμε ασφάλεια. Έχουν περάσει και άλλοι μονολογούσαμε και ανεβαίναμε. Κοιτούσαμε απέναντι. Εκεί που είμαστε πριν μιάμιση ώρα.
Το οροπέδιο της Ευρωστίνας ήταν τόσο χαμηλό!!! Σίγουρα είχαμε ξεπεράσει τα 1200 υψόμετρο…
Αφεθήκαμε στο κοίταγμα της “απεραντοσύνης” και δεν καταλάβαμε ότι στο δρόμο πλέον υπήρχαν τα ίχνη μόνο του δικού μας αυτοκινήτου… Αχ και να ήταν φορτηγό!
Τώρα είναι που χρειάστηκε να γίνει κατανομή αρμοδιοτήτων…
Ο ένας στο τιμόνι, ο άλλος με την κάμερα (για το ρεπορτάζ) και ο τρίτος μπροστά πεζός να κλωτσά πέτρες για να κλίνουν τα νεροφαγώματα. Περάσαμε μια έρημη στάνη και παρ’ ότι “δεν υπήρχε” πλέον δρόμος δεν σκεπτόμαστε καν την επί τόπου στροφή. Θέλαμε να φτάσουμε στην κορυφή.
Τότε είναι που νοιώσαμε τη δεύτερη απογοήτευση, αφού τελικά επικράτησε η λογική και γυρίσαμε.. Εξ άλλου δεν ξέραμε πως μετατρέπεται το μικρό ΙΧ σε μπουλντόζα!
Γυρίσαμε… Τρόπος του λέγειν. Λίγο πιο κάτω, στα αριστερά μας, ένας “καταπράσινος” από χλόη δρόμος. Από αυτόν θα φθάσουμε κάτω γρηγορότερα σκεφθήκαμε, παρ’ ότι μάλλον για χρόνια δεν είχε περάσει άλλο αυτοκίνητο.
Ο Κορινθιακός στα πόδια μας. Η “Ξερόβρυση” δίπλα μας. Ο χιονισμένος (ακόμα) Παρνασσός απέναντί μας.
Το καταπράσινο, αλλά χωρίς δένδρα, βουνό μας είχε συνεπάρει. Ούτε μια στιγμή δεν σκεφτήκαμε ότι είμαστε μέσα σε ένα κοινό αυτοκίνητο, και κατεβαίναμε από ένα δρόμο που ήταν σίγουρα ξεχασμένος από τα ανθρώπινα βλέμματα, εδώ και καιρό.
Ύστερα από μία και πλέον ώρα λίαν επικίνδυνης κατάβασης, συνοδευόμενη με ανάλογο φόβο μήπως “διανυκτερεύσουμε” εκεί, πατήσαμε επί τέλους άσφαλτο!
Συνεχίσαμε για …θάλασσα, με ατελείωτες συζητήσεις για το αν ήταν “σωστή” η διαδρομή που ακολουθήσαμε…
Το συμπέρασμα: Ναι, θα το ξανακάναμε! Με ένα πιο “εξειδικευμένο” όχημα βέβαια. Και εφ’ όσον μαθαίναμε ότι πέρασε κάποιο μηχάνημα για ένα “ψιλοκαθάρισμα” σε αυτές τις, μοναδικής ομορφιάς, διαδρομές…