Νέα Ελληνικά
«Αχαϊκά» Παυσανία - Κεφ. 26
«Αχαϊκά» Παυσανία - Κεφ. 25
[11] Από την Ελίκη
κατευθείαν μέχρι του ιερού του Ηρακλή είναι πορεία τριάντα περίπου σταδίων. Πιο
πέρα από το ιερό του Ηρακλή εκβάλλει στη θάλασσα ένα ποτάμι που πάντα έχει
νερό∙ κατεβαίνει από βουνό της Αρκαδίας• το ίδιο το ποτάμι ονομάζεται Κράθις,
καθώς και το βουνό, από όπου το ποτάμι πηγάζει. Από τον Κράθι αυτόν πήρε το
όνομά του και ένα ποτάμι παρά τον Κρότωνα της Ιταλίας.
[12] Κοντά στον αχαϊκό Κράθι υπήρχε άλλοτε η πόλη των Αχαιών Αιγαί, η οποία με τον καιρό εξασθένησε και εξέλιπε. Αναφέρει και ο Όμηρος τις Αιγές αυτές στα λόγια της Ήρας: στην Ελίκη αυτοί και στις Αίγες δώρα σου φέρνουν, από τα οποία φαίνεται πως ο Ποσειδώνας εξ’ ίσου τιμώνταν στην Ελίκη και στις Αιγές.
[13] Όχι πολύ πιο πέρα από τον Κράθι υπάρχει μνημείο επιτάφιο, δεξιά του δρόμου, με γραπτή παράσταση ενός άντρα, ο οποίος στέκεται πλάι σε άλογο∙ τα χρώματα είναι αμυδρά. Από τον τάφο αυτόν απέχει τριάντα περίπου στάδια ο λεγόμενος γαίος∙ ο γαίος είναι ιερό της Γης, της λεγόμενης ευρυστέρνου, της όποιας υπάρχει ξόανο από τα πιο αρχαία. Ως ιέρεια υπηρετεί μια γυναίκα, η οποία παραμένει αγνή αφ' ότου εισέρχεται στην ιεροσύνη, πρέπει όμως και πριν να μην είχε γνωρίσει πάνω από ένα άντρα. Δοκιμάζονται πίνοντας αίμα ταύρου∙ αν καμιά απ' αυτές δεν λέει την αλήθεια, με τη δοκιμασία βρίσκει ευθύς την τιμωρία. Αν συμβεί περισσότερες γυναίκες να διεκδικούν την ιεροσύνη, προτιμάται μια δια κλήρου.
[12] Κοντά στον αχαϊκό Κράθι υπήρχε άλλοτε η πόλη των Αχαιών Αιγαί, η οποία με τον καιρό εξασθένησε και εξέλιπε. Αναφέρει και ο Όμηρος τις Αιγές αυτές στα λόγια της Ήρας: στην Ελίκη αυτοί και στις Αίγες δώρα σου φέρνουν, από τα οποία φαίνεται πως ο Ποσειδώνας εξ’ ίσου τιμώνταν στην Ελίκη και στις Αιγές.
[13] Όχι πολύ πιο πέρα από τον Κράθι υπάρχει μνημείο επιτάφιο, δεξιά του δρόμου, με γραπτή παράσταση ενός άντρα, ο οποίος στέκεται πλάι σε άλογο∙ τα χρώματα είναι αμυδρά. Από τον τάφο αυτόν απέχει τριάντα περίπου στάδια ο λεγόμενος γαίος∙ ο γαίος είναι ιερό της Γης, της λεγόμενης ευρυστέρνου, της όποιας υπάρχει ξόανο από τα πιο αρχαία. Ως ιέρεια υπηρετεί μια γυναίκα, η οποία παραμένει αγνή αφ' ότου εισέρχεται στην ιεροσύνη, πρέπει όμως και πριν να μην είχε γνωρίσει πάνω από ένα άντρα. Δοκιμάζονται πίνοντας αίμα ταύρου∙ αν καμιά απ' αυτές δεν λέει την αλήθεια, με τη δοκιμασία βρίσκει ευθύς την τιμωρία. Αν συμβεί περισσότερες γυναίκες να διεκδικούν την ιεροσύνη, προτιμάται μια δια κλήρου.
«Αχαϊκά» Παυσανία - Κεφ. 26
[1] Η απόσταση από το ιερό του Ηρακλή που
βρίσκεται στο δρόμο της Βούρας ως
το επίνειο των Αιγειρατών που έχει το ίδιο όνομα με την πόλη (Αίγειρα)
είναι εβδομήντα δύο στάδια. Οι παραθαλάσσιοι Αιγειράτες δεν έχουν τίποτε
αξιομνημόνευτο∙ από το επίνειο ως την άνω πόλη η απόσταση είναι δώδεκα στάδια.
[2] Η Αιγείρα στα έπη του Ομήρου έχει το όνομα Υπηρεσία· το τωρινό όνομα δόθηκε, όταν άκομα οι Ίωνες ήταν εδώ εγκατεστημένοι, για τον εξής λόγο: στρατός των Σικυωνίων επρόκειτο να εισβάλει στη χώρα τους· οι υπηρεσίες δεν πίστευαν πως είναι σε θέση να αντιμετωπιστούν σε μάχη τους Σικυώνιους· γι’ αυτό μάζεψαν όσα κατσίκια υπήρχαν στη χώρα τους και έδεσαν δάδες στα κέρατά τους· σε προχωρημένη ώρα της νύχτας άναψαν τις δάδες.
[3] Οι Σικυώμιοι, οι οποίοι πίστεψαν πως ήρθαν σύμμαχοι των υπηρεσιών και πως οι φλόγες ήταν φωτιές του επικουρικού στρατού, γύρισαν στη Σικυώνα. Οι υπηρεσίες άλλαξαν το όνομα της πόλης τους από τις Αίγες, και εκεί όπου κάθισε η επιβλητικότερη απ’ αυτές που ήταν επικεφαλής των άλλων έκαναν το ιερό της Αρτέμιδος αγροτέρας πιστεύοντας πως το κατά Σικυωνίων σόφισμα δε το εμπνεύστηκαν χωρίς τη συνεργασία της Αρτέμης.
[4] Φυσικά το όνομα Αιγείρα δεν επιβλήθηκε αμέσως αντί του παλιού ονόματος Υπηρεσία, όπως και τον Ωρέο της Εύβοιας υπήρχαν μερικοί που τον έλεγαν επί των ημερών μου Εστιαία, με το αρχαίο όνομα.
Από τα αξιομνημόνευτα της Αιγείρας είναι ένα ιερό του Δία με λατρευτικό άγαλμα του που τον παριστάνει να κάθεται και που είναι κατασκευασμένο από μάρμαρο της Πεντέλης της Αθήνας, του οποίου το πρόσωπο και τα άκρα των χεριών και των ποδιών είναι ελεφάντινα και το υπόλοιπο ξύλινο, στολισμένο με επιχρυσώματα και χρωματισμούς.
[5] Υπάρχει και ναός της Άρτεμης με άγαλμα σύγχρονης τέχνης· ως ιέρεια υπηρετεί μια παρθένος μεχρίς ότου παντρευτεί. Εδώ είναι στημένο και αρχαίο λατρευτικό άγαλμα που παριστάνει την Ιφιγένεια του Αγαμέμνονα, όπως λένε οι Αιγειράτες. Αν αληθεύει ο ισχυρισμός τους, είναι φανερό πως ο ναός αρχικά είναι της Ιφιγένειας.
[6] Υπάρχει και του Απόλλωνα ιερό, πολύ παλιό και το ίδιο το ιερό και οι ενεάτιες συνθέσεις· αρχαίο είναι και το ξύλινο λατρευτικό άγαλμα που παριστάνει το θεό γυμνό και πολύ μεγάλο· κανείς από τους ντόπιους δεν ήξερε τον πλάστη· όποιος όμως είδε τον Ηρακλή της Σικυώνας θα μπορούσε να υποθέσει πως και ο Απόλλωνας της Αιγείρας έγινε από τον ίδιο πλάστη, δηλαδή το Φλιάσιο Λαφαή.
[7] Σε ναό υπάρχουν αγάλματα του Ασκληπιού που τον παριστάνουν όρθιο, καθώς και αγάλματα του Σαράπι και της Ίσιδας αλλού, από μάρμαρο της Πεντέλης κι αυτά. Εντελώς ιδιαίτερα τιμούν την Ουκρανία, άνθρωποι όμως δεν επιτρέπεται να μπουν στο ιερό της. Στο ιερό της επονομαζόμενης Συρίας θεάς μπαίνουν σ’ ορισμένες μέρες, αφού υποβληθούν πριν σε καθιερωμένους καθαρμούς, μεταξύ των άλλων και σχετικούς με τροφές.
[8] Εξ’ αυτοψίας γνώρισα στην Αιγειρά και ένα κτίσμα που είχε μέσα άγαλμα Τύχης, η οποία κρατούσε το κέρας της Αμαλθείας· κοντά στην Τύχη υπήρχε φτερωτός Έρως, πράγμα που σημαίνει πως και στα ζητήματα του έρωτα ο ρόλος της τύχης είναι μεγαλύτερος από το ρόλο της ομορφιάς. Προσωπικά συμφωνώ με την ωδή του Πινδάρου, μεταξύ των άλλων και το ότι η Τύχη είναι μια από τις Μοίρες και πιο δυνατή από τις αδελφές της.
[9] Στο ίδιο οικοδόμημα της Αιγείρας υπάρχει και παράσταση ενός ανθρώπου, ήδη γερόντα, που φαίνεται να θρηνεί, καθώς και τριών γυναικών που βγάζουν τα βραχιόλια τους και ισάριθμων νεανίσκων, από τους οποίους ο ένας φοράει θώρακα. Λένε πως ο νέος με το θώρακα σκοτώθηκε σε ένα πόλεμο των Αχαιών, πολεμώντας με μεγάλη γενναιότητα ανάμεσα στους Αιγειράτες, και οι αδελφοί του έφεραν στο σπίτι την είδηση του θανάτου· γι’ αυτό οι αδελφές του παριστάνονται ν’ αφαιρούν τα κοσμήματά τους πενθώντας για το νεκρό· ο πατέρας ονομάζεται από τους ντόπιους Συμπαθής, γιατί και στην εικόνα φαίνεται αξιολύπητος.
[10] Υπάρχει ένας δρόμος κατευθείαν από το ιερό του Δία, ανάμεσα από τα βουνά, ανηφορικός, μήκους σαράντα σταδίων, ο οποίος οδηγεί στη Φελλόη, μια ασήμαντη πολίχνη που δεν κατοικούνταν συνεχώς ούτε όταν οι Ίωνες κατείχαν τη χώρα. Η περιοχή της Φελλόης είναι κατάλληλη για την καλλιέργεια της αμπέλου· στα πετρώδη μέρη υπάρχουν βελανιδιές και άγρια ζώα, ελάφια και αγριογούρουνα.
[11] Αν υπάρχουν ελληνικές πολίχνες με άφθονα για αρδεύσεις νερά, η Φελλόη πρέπει να συμπεριληφθεί σ’ αυτές. Ιερά θεών υπάρχουν για το Διόνυσο και για την Άρτεμη· της Άρτεμης το άγαλμα είναι χάλκινο και την παριστάνει να παίρνει βέλος από τη φαρέτρα· του Διονύσου το άγαλμα καλλωπίστηκε με ένα άλικο χρώμα (κινναβάρινο). Αν κανείς κατέβει από την Αιγείρα στο λιμάνι και εξακολουθήσει προς τα μπρος την πορεία, έχει δεξιά του δρόμο το ιερό της Αγροτέρας, όπου λένε πως είχε καθίσει οκλάζοντας η κατσίκα.
[12] Η γη των Αιγειρατών συνορεύει με των Πελληνέων, οι οποίοι είναι οι τελευταίοι Αχαιοί προς το μέρος της Σικυώνας και ενός τμήματος της Αργολίδας. Το όνομα η πόλη το πήρε, όπως ισχυρίζονται οι Πελληνείς από τον Πάλλαντα που λένε πως ήταν ένας από τους τιτάνες· κατά τη γνώμη όμως των Αργείων από άνδρα Αργείο Πέλληνα, ο οποίος λένε πως ήταν γιος του Φόρβαντα, γιου του Τριόπα.
[13] Μια πολίχνη ονομαζόμενη Δονούσσα, η οποία ήταν υπήκοος των Σικυωνίων και βρισκόταν ανάμεσα στην Αιγείρα και στην Πελλήνη, καταστράφηκε, από τους Σικυώνιους· λένε πως τη μνημόνευε και ο Όμηρος στον κατάλογο των εκστρατευόντων μαζί με τον Αγαμέμνονα, με το στίχο: και της Υπηρεσίας και της απότομης Δονόεσσας· ο Πεισίστρατος όμως, όταν μάζευε τα ομηρικά έπη που ήταν σκόρπια, και διατηρούνταν στη μνήμη εδώ και εκεί, τότε ο ίδιος ο Πεισίστρατος ή κάποιος από τους συνεργάτες του παραμόρφωσε το όνομα από άγνοια..
[2] Η Αιγείρα στα έπη του Ομήρου έχει το όνομα Υπηρεσία· το τωρινό όνομα δόθηκε, όταν άκομα οι Ίωνες ήταν εδώ εγκατεστημένοι, για τον εξής λόγο: στρατός των Σικυωνίων επρόκειτο να εισβάλει στη χώρα τους· οι υπηρεσίες δεν πίστευαν πως είναι σε θέση να αντιμετωπιστούν σε μάχη τους Σικυώνιους· γι’ αυτό μάζεψαν όσα κατσίκια υπήρχαν στη χώρα τους και έδεσαν δάδες στα κέρατά τους· σε προχωρημένη ώρα της νύχτας άναψαν τις δάδες.
[3] Οι Σικυώμιοι, οι οποίοι πίστεψαν πως ήρθαν σύμμαχοι των υπηρεσιών και πως οι φλόγες ήταν φωτιές του επικουρικού στρατού, γύρισαν στη Σικυώνα. Οι υπηρεσίες άλλαξαν το όνομα της πόλης τους από τις Αίγες, και εκεί όπου κάθισε η επιβλητικότερη απ’ αυτές που ήταν επικεφαλής των άλλων έκαναν το ιερό της Αρτέμιδος αγροτέρας πιστεύοντας πως το κατά Σικυωνίων σόφισμα δε το εμπνεύστηκαν χωρίς τη συνεργασία της Αρτέμης.
[4] Φυσικά το όνομα Αιγείρα δεν επιβλήθηκε αμέσως αντί του παλιού ονόματος Υπηρεσία, όπως και τον Ωρέο της Εύβοιας υπήρχαν μερικοί που τον έλεγαν επί των ημερών μου Εστιαία, με το αρχαίο όνομα.
Από τα αξιομνημόνευτα της Αιγείρας είναι ένα ιερό του Δία με λατρευτικό άγαλμα του που τον παριστάνει να κάθεται και που είναι κατασκευασμένο από μάρμαρο της Πεντέλης της Αθήνας, του οποίου το πρόσωπο και τα άκρα των χεριών και των ποδιών είναι ελεφάντινα και το υπόλοιπο ξύλινο, στολισμένο με επιχρυσώματα και χρωματισμούς.
[5] Υπάρχει και ναός της Άρτεμης με άγαλμα σύγχρονης τέχνης· ως ιέρεια υπηρετεί μια παρθένος μεχρίς ότου παντρευτεί. Εδώ είναι στημένο και αρχαίο λατρευτικό άγαλμα που παριστάνει την Ιφιγένεια του Αγαμέμνονα, όπως λένε οι Αιγειράτες. Αν αληθεύει ο ισχυρισμός τους, είναι φανερό πως ο ναός αρχικά είναι της Ιφιγένειας.
[6] Υπάρχει και του Απόλλωνα ιερό, πολύ παλιό και το ίδιο το ιερό και οι ενεάτιες συνθέσεις· αρχαίο είναι και το ξύλινο λατρευτικό άγαλμα που παριστάνει το θεό γυμνό και πολύ μεγάλο· κανείς από τους ντόπιους δεν ήξερε τον πλάστη· όποιος όμως είδε τον Ηρακλή της Σικυώνας θα μπορούσε να υποθέσει πως και ο Απόλλωνας της Αιγείρας έγινε από τον ίδιο πλάστη, δηλαδή το Φλιάσιο Λαφαή.
[7] Σε ναό υπάρχουν αγάλματα του Ασκληπιού που τον παριστάνουν όρθιο, καθώς και αγάλματα του Σαράπι και της Ίσιδας αλλού, από μάρμαρο της Πεντέλης κι αυτά. Εντελώς ιδιαίτερα τιμούν την Ουκρανία, άνθρωποι όμως δεν επιτρέπεται να μπουν στο ιερό της. Στο ιερό της επονομαζόμενης Συρίας θεάς μπαίνουν σ’ ορισμένες μέρες, αφού υποβληθούν πριν σε καθιερωμένους καθαρμούς, μεταξύ των άλλων και σχετικούς με τροφές.
[8] Εξ’ αυτοψίας γνώρισα στην Αιγειρά και ένα κτίσμα που είχε μέσα άγαλμα Τύχης, η οποία κρατούσε το κέρας της Αμαλθείας· κοντά στην Τύχη υπήρχε φτερωτός Έρως, πράγμα που σημαίνει πως και στα ζητήματα του έρωτα ο ρόλος της τύχης είναι μεγαλύτερος από το ρόλο της ομορφιάς. Προσωπικά συμφωνώ με την ωδή του Πινδάρου, μεταξύ των άλλων και το ότι η Τύχη είναι μια από τις Μοίρες και πιο δυνατή από τις αδελφές της.
[9] Στο ίδιο οικοδόμημα της Αιγείρας υπάρχει και παράσταση ενός ανθρώπου, ήδη γερόντα, που φαίνεται να θρηνεί, καθώς και τριών γυναικών που βγάζουν τα βραχιόλια τους και ισάριθμων νεανίσκων, από τους οποίους ο ένας φοράει θώρακα. Λένε πως ο νέος με το θώρακα σκοτώθηκε σε ένα πόλεμο των Αχαιών, πολεμώντας με μεγάλη γενναιότητα ανάμεσα στους Αιγειράτες, και οι αδελφοί του έφεραν στο σπίτι την είδηση του θανάτου· γι’ αυτό οι αδελφές του παριστάνονται ν’ αφαιρούν τα κοσμήματά τους πενθώντας για το νεκρό· ο πατέρας ονομάζεται από τους ντόπιους Συμπαθής, γιατί και στην εικόνα φαίνεται αξιολύπητος.
[10] Υπάρχει ένας δρόμος κατευθείαν από το ιερό του Δία, ανάμεσα από τα βουνά, ανηφορικός, μήκους σαράντα σταδίων, ο οποίος οδηγεί στη Φελλόη, μια ασήμαντη πολίχνη που δεν κατοικούνταν συνεχώς ούτε όταν οι Ίωνες κατείχαν τη χώρα. Η περιοχή της Φελλόης είναι κατάλληλη για την καλλιέργεια της αμπέλου· στα πετρώδη μέρη υπάρχουν βελανιδιές και άγρια ζώα, ελάφια και αγριογούρουνα.
[11] Αν υπάρχουν ελληνικές πολίχνες με άφθονα για αρδεύσεις νερά, η Φελλόη πρέπει να συμπεριληφθεί σ’ αυτές. Ιερά θεών υπάρχουν για το Διόνυσο και για την Άρτεμη· της Άρτεμης το άγαλμα είναι χάλκινο και την παριστάνει να παίρνει βέλος από τη φαρέτρα· του Διονύσου το άγαλμα καλλωπίστηκε με ένα άλικο χρώμα (κινναβάρινο). Αν κανείς κατέβει από την Αιγείρα στο λιμάνι και εξακολουθήσει προς τα μπρος την πορεία, έχει δεξιά του δρόμο το ιερό της Αγροτέρας, όπου λένε πως είχε καθίσει οκλάζοντας η κατσίκα.
[12] Η γη των Αιγειρατών συνορεύει με των Πελληνέων, οι οποίοι είναι οι τελευταίοι Αχαιοί προς το μέρος της Σικυώνας και ενός τμήματος της Αργολίδας. Το όνομα η πόλη το πήρε, όπως ισχυρίζονται οι Πελληνείς από τον Πάλλαντα που λένε πως ήταν ένας από τους τιτάνες· κατά τη γνώμη όμως των Αργείων από άνδρα Αργείο Πέλληνα, ο οποίος λένε πως ήταν γιος του Φόρβαντα, γιου του Τριόπα.
[13] Μια πολίχνη ονομαζόμενη Δονούσσα, η οποία ήταν υπήκοος των Σικυωνίων και βρισκόταν ανάμεσα στην Αιγείρα και στην Πελλήνη, καταστράφηκε, από τους Σικυώνιους· λένε πως τη μνημόνευε και ο Όμηρος στον κατάλογο των εκστρατευόντων μαζί με τον Αγαμέμνονα, με το στίχο: και της Υπηρεσίας και της απότομης Δονόεσσας· ο Πεισίστρατος όμως, όταν μάζευε τα ομηρικά έπη που ήταν σκόρπια, και διατηρούνταν στη μνήμη εδώ και εκεί, τότε ο ίδιος ο Πεισίστρατος ή κάποιος από τους συνεργάτες του παραμόρφωσε το όνομα από άγνοια..
Αρχαία Ελληνικά
«Αχαϊκά» Παυσανία - Κεφ. 25
[11] σταδίων ἐπὶ τὸν
Ἡρακλέα ὡς τριάκοντα ἐξ Ἑλίκης ὁδὸς ἡ εὐθεῖά ἐστι. προελθόντι δὲ ἀπὸ τοῦ Ἡρακλέους
ποταμὸς ἐς θάλασσαν ἐκδίδωσιν ἀέναος ἐξ ὄρους Ἀρκαδικοῦ κατερχόμενος, ὄνομα δὲ
αὐτῷ <τε> [καὶ] τῷ ποταμῷ Κρᾶθις καὶ ἔνθα αἱ πηγαὶ τοῦ ποταμοῦ τῷ ὄρει: ἀπὸ
ταύτης τῆς Κράθιδος καὶ πρὸς Κρότωνι τῇ ἐν Ἰταλίᾳ ποταμὸς ὄνομα ἔσχηκε.
[12] πρὸς δὲ τῇ Ἀχαϊκῇ Κράθιδι Ἀχαιῶν ποτε ᾠκεῖτο Αἰγαὶ πόλις: ἐκλειφθῆναι δὲ αὐτὴν ἀνὰ χρόνον ὑπὸ ἀσθενείας λέγουσι. τούτων δὲ καὶ Ὅμηρος τῶν Αἰγῶν ἐν Ἥρας λόγοις ἐποιήσατο μνήμην,
οἱ δέ τοι εἰς Ἑλίκην τε καὶ Αἰγὰς δῶρ' ἀνάγουσι, (Όμηρος, Ιλιάδα, 8.203)
δῆλον ὡς γέρα τοῦ Ποσειδῶνος ἐπ' ἴσης ἔν τε Ἑλίκῃ καὶ ἐν ταῖς Αἰγαῖς ἔχοντος.
[13] οὐ πολὺ δὲ ἀπωτέρω Κράθιδος σῆμά τε ἐν δεξιᾷ τῆς ὁδοῦ καὶ ἄνδρα εὑρήσεις ἐπὶ τῷ μνήματι ἵππῳ παρεστῶτα, ἀμυδρὰν γραφήν. ὁδὸς δὲ ἀπὸ τοῦ τάφου σταδίων ὅσον τριάκοντα ἐπὶ τὸν καλούμενον Γαῖον: Γῆς δὲ ἱερόν ἐστιν ὁ Γαῖος ἐπίκλησιν Εὐρυστέρνου, ξόανον δὲ τοῖς μάλιστα ὁμοίως ἐστὶν ἀρχαῖον. γυνὴ δὲ ἡ ἀεὶ τὴν ἱερωσύνην λαμβάνουσα ἁγιστεύει μὲν τὸ ἀπὸ τούτου, οὐ μὴν οὐδὲ τὰ πρότερα ἔσται πλέον ἢ ἑνὸς ἀνδρὸς ἐς πεῖραν ἀφιγμένη. πίνουσαι δὲ αἷμα ταύρου δοκιμάζονται: ἣ δ' ἂν αὐτῶν τύχῃ μὴ ἀληθεύουσα, αὐτίκα ἐκ τούτου τὴν δίκην ἔσχεν. ἢν δὲ ὑπὲρ τῆς ἱερωσύνης ἀφίκωνται γυναῖκες <ἐς> ἀμφισβήτησιν πλέονες, ἡ τῷ κλήρῳ λαχοῦσα προτετίμηται.
[12] πρὸς δὲ τῇ Ἀχαϊκῇ Κράθιδι Ἀχαιῶν ποτε ᾠκεῖτο Αἰγαὶ πόλις: ἐκλειφθῆναι δὲ αὐτὴν ἀνὰ χρόνον ὑπὸ ἀσθενείας λέγουσι. τούτων δὲ καὶ Ὅμηρος τῶν Αἰγῶν ἐν Ἥρας λόγοις ἐποιήσατο μνήμην,
οἱ δέ τοι εἰς Ἑλίκην τε καὶ Αἰγὰς δῶρ' ἀνάγουσι, (Όμηρος, Ιλιάδα, 8.203)
δῆλον ὡς γέρα τοῦ Ποσειδῶνος ἐπ' ἴσης ἔν τε Ἑλίκῃ καὶ ἐν ταῖς Αἰγαῖς ἔχοντος.
[13] οὐ πολὺ δὲ ἀπωτέρω Κράθιδος σῆμά τε ἐν δεξιᾷ τῆς ὁδοῦ καὶ ἄνδρα εὑρήσεις ἐπὶ τῷ μνήματι ἵππῳ παρεστῶτα, ἀμυδρὰν γραφήν. ὁδὸς δὲ ἀπὸ τοῦ τάφου σταδίων ὅσον τριάκοντα ἐπὶ τὸν καλούμενον Γαῖον: Γῆς δὲ ἱερόν ἐστιν ὁ Γαῖος ἐπίκλησιν Εὐρυστέρνου, ξόανον δὲ τοῖς μάλιστα ὁμοίως ἐστὶν ἀρχαῖον. γυνὴ δὲ ἡ ἀεὶ τὴν ἱερωσύνην λαμβάνουσα ἁγιστεύει μὲν τὸ ἀπὸ τούτου, οὐ μὴν οὐδὲ τὰ πρότερα ἔσται πλέον ἢ ἑνὸς ἀνδρὸς ἐς πεῖραν ἀφιγμένη. πίνουσαι δὲ αἷμα ταύρου δοκιμάζονται: ἣ δ' ἂν αὐτῶν τύχῃ μὴ ἀληθεύουσα, αὐτίκα ἐκ τούτου τὴν δίκην ἔσχεν. ἢν δὲ ὑπὲρ τῆς ἱερωσύνης ἀφίκωνται γυναῖκες <ἐς> ἀμφισβήτησιν πλέονες, ἡ τῷ κλήρῳ λαχοῦσα προτετίμηται.
[1] ἐς δὲ τὸ ἐπίνειον
τὸ Αἰγειρατῶν--ὄνομα τὸ αὐτὸ ἥ τε πόλις καὶ τὸ ἐπίνειον ἔχει--, ἐς οὖν τὸ ἐπίνειον
Αἰγειρατῶν δύο καὶ ἑβδομήκοντα ἀπὸ τοῦ κατὰ τὴν ὁδὸν τὴν Βουραϊκήν εἰσιν Ἡρακλέους
στάδιοι. ἐπὶ θαλάσσῃ μὲν δὴ Αἰγειράταις οὐδέν ἐστιν ἐς μνήμην, ὁδὸς δὲ ἐκ τοῦ ἐπινείου
δύο σταδίων καὶ δέκα ἐς τὴν ἄνω πόλιν.
[2] Ὁμήρου δὲ ἐν τοῖς ἔπεσιν Ὑπερησία ὠνόμασται: τὸ δὲ ὄνομα τὸ νῦν ἐγένετο Ἰώνων ἐποικούντων, ἐγένετο δὲ ἐπ' αἰτίᾳ τοιᾷδε. Σικυωνίων ἀφίξεσθαι στρατὸς ἔμελλεν αὐτοῖς πολέμιος ἐς τὴν γῆν: οἱ δὲ --οὐ γὰρ ἐδόκουν ἀξιόμαχοι τοῖς Σικυωνίοις εἶναι-- ἀθροίζουσιν αἶγας, ὁπόσαι σφίσιν ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ, συλλέξαντες δὲ ἔδησαν πρὸς τοῖς κέρασιν αὐτῶν δᾷδας, καὶ ὡς πρόσω νυκτὸς ἦν, ἐξάπτουσι τὰς δᾷδας.
[3] Σικυώνιοι δὲ--ἰέναι γὰρ συμμάχους τοῖς Ὑπερησιεῦσιν ἤλπιζον εἶναι τὴν φλόγα [καὶ] ἐκ τοῦ ἐπικουρικοῦ πυρός--οἱ μὲν οἴκαδε ἐπανήρχοντο, Ὑπερησιεῖς δὲ τῇ τε πόλει τὸ ὄνομα τὸ νῦν μετέθεντο ἀπὸ τῶν αἰγῶν, καὶ καθότι αὐτῶν ἡ καλλίστη καὶ ἡγουμένη τῶν ἄλλων ὤκλασεν, Ἀρτέμιδος Ἀγροτέρας ἐποιήσαντο ἱερόν, τὸ σόφισμα ἐς τοὺς Σικυωνίους οὐκ ἄνευ τῆς Ἀρτέμιδός σφισιν ἐπελθεῖν νομίζοντες.
[4] οὐ μὴν καὶ αὐτίκα ἐξενίκησεν Αἴγειραν ἀντὶ Ὑπερησίας καλεῖσθαι, ἐπεὶ κατ' ἐμὲ ἦσαν ἔτι οἳ Ὠρεὸν τὴν ἐν Εὐβοίᾳ τῷ ὀνόματι Ἑστίαιαν ἐκάλουν τῷ ἀρχαίῳ. παρείχετο δὲ ἡ Αἴγειρα ἐς συγγραφὴν ἱερὸν Διὸς καὶ ἄγαλμα καθήμενον λίθου τοῦ Πεντελησίου, Ἀθηναίου δὲ ἔργον Εὐκλείδου. ἐν τούτῳ τῷ ἱερῷ καὶ Ἀθηνᾶς ἄγαλμα ἕστηκε: πρόσωπόν τε καὶ ἄκραι χεῖρες ἐλέφαντος καὶ οἱ πόδες, τὸ δὲ ἄλλο ξόανον χρυσῷ τε ἐπιπολῆς διηνθισμένον ἐστὶ καὶ φαρμάκοις.
[5] Ἀρτέμιδός τε ναὸς καὶ ἄγαλμα τέχνης τῆς ἐφ' ἡμῶν: ἱερᾶται δὲ παρθένος, ἔστ' ἂν ἐς ὥραν ἀφίκηται γάμου. ἕστηκε δὲ καὶ ἄγαλμα ἐνταῦθα ἀρχαῖον, Ἰφιγένεια ἡ Ἀγαμέμνονος, ὡς οἱ Αἰγειρᾶταί φασιν: εἰ δὲ ἀληθῆ λέγουσιν οὗτοι, δῆλός ἐστιν ἐξ ἀρχῆς Ἰφιγενείᾳ ποιηθεὶς ὁ ναός.
[6] ἔστι καὶ Ἀπόλλωνος ἱερὸν ἐς τὰ μάλιστα ἀρχαῖον τό τε ἱερὸν αὐτὸ καὶ ὁπόσα ἐν τοῖς ἀετοῖς, ἀρχαῖον δὲ καὶ τοῦ θεοῦ τὸ ξόανον, γυμνός, μεγέθει μέγας: τὸν ποιήσαντα δὲ εἶχεν οὐδεὶς τῶν ἐπιχωρίων εἰπεῖν: ὅστις δὲ ἤδη τὸν Ἡρακλέα τὸν ἐν Σικυῶνι ἐθεάσατο, τεκμαίροιτο ἂν καὶ ἐν Αἰγείρᾳ τὸν Ἀπόλλωνα ἔργον εἶναι τοῦ αὐτοῦ Φλιασίου Λαφάους.
[7] Ἀσκληπιοῦ δὲ ἀγάλματα ὀρθά ἐστιν ἐν ναῷ καὶ Σαράπιδος ἑτέρωθι καὶ Ἴσιδος, λίθου καὶ ταῦτα Πεντελησίου. τὴν δὲ Οὐρανίαν σέβουσι μὲν τὰ μάλιστα, ἐσελθεῖν δὲ ἐς τὸ ἱερὸν οὐκ ἔστιν ἀνθρώποις. θεοῦ δὲ ἣν Συρίαν ἐπονομάζουσιν, ἐς ταύτης τὸ ἱερὸν ἐσίασιν ἐν ἡμέραις ῥηταῖς, ἄλλα τε ὅσα νομίζουσι προκαθαριεύσαντες καὶ ἐς τὴν δίαιταν.
[8] οἶδα καὶ οἴκημα ἐν Αἰγείρᾳ θεασάμενος: ἄγαλμα ἦν ἐν τῷ οἰκήματι Τύχης, τὸ κέρας φέρουσα τὸ Ἀμαλθείας: παρὰ δὲ αὐτὴν Ἔρως πτερὰ ἔχων ἐστίν, ἐθέλει δὲ σημαίνειν ὅτι ἀνθρώποις καὶ τὰ ἐς ἔρωτα τύχῃ μᾶλλον ἢ ὑπὸ κάλλους κατορθοῦται. ἐγὼ μὲν οὖν Πινδάρου τά τε ἄλλα πείθομαι τῇ ᾠδῇ καὶ Μοιρῶν τε εἶναι μίαν τὴν Τύχην καὶ ὑπὲρ τὰς ἀδελφάς τι ἰσχύειν:
[9] ἐν Αἰγείρᾳ δὲ ἐν τούτῳ τῷ οἰκήματι ἀνήρ τε ἤδη γέρων ἴσα καὶ ὀδυρόμενος καὶ γυναῖκες [αἱ] τρεῖς ἀφαιρούμεναι ψέλιά εἰσι καὶ ἴσοι νεανίσκοι ταῖς γυναιξί, [καὶ ὁ] ἐνδεδυκὼς θώρακα εἷς. τοῦτόν φασιν Ἀχαιοῖς γενομένου πολέμου μαχεσάμενον ἀνδρειότατα Αἰγειρατῶν τελευτῆσαι, καὶ αὐτοῦ τὸν θάνατον οἱ λοιποὶ τῶν ἀδελφῶν οἴκαδε ἀπήγγειλαν: καὶ τοῦδε ἕνεκα αἵ τε ἀδελφαὶ διὰ τὸ ἐπ' αὐτῷ πένθος ἀποκοσμοῦνται καὶ τὸν πατέρα ἐπονομάζουσιν οἱ ἐπιχώριοι Συμπαθῆ, ἅτε ἐλεεινὸν καὶ ἐν τῇ εἰκόνι.
[10] ὁδὸς δὲ ἐξ Αἰγείρας εὐθεῖα ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ τοῦ Διὸς διά τε ὀρῶν καὶ ἀνάντης ἐστί: μῆκος μὲν οὖν τῆς ὁδοῦ τεσσαράκοντά εἰσι στάδιοι, ἄγει δὲ ἐς Φελλόην, πόλισμα οὐκ ἐπιφανές, †οὐδὲ ὡς ἀεὶ ᾠκεῖτο καὶ Ἰώνων ἔτι ἐχόντων τὴν γῆν. τὰ δὲ περὶ τὴν Φελλόην ἐς φυτείαν ἀμπέλων ἐστὶν ἐπιτήδεια: καὶ ὅσα πετρώδη τῆς χώρας, δρῦς τέ εἰσι καὶ θηρία, ἔλαφοι καὶ ὗς ἄγριοι:
[11] εἰ δέ τινα τῶν ἐν Ἕλλησι πολισματίων ἀφθόνῳ καταῤῥεῖται τῷ ὕδατι, ἀριθμεῖν καὶ τὴν Φελλόην ἔστιν ἐν τούτοις. θεῶν δὲ ἱερὰ Διονύσου καὶ Ἀρτέμιδός ἐστιν: ἡ μὲν χαλκοῦ πεποίηται, βέλος δὲ ἐκ φαρέτρας λαμβάνουσα: τῷ Διονύσῳ δὲ ὑπὸ κινναβάρεως τὸ ἄγαλμά ἐστιν ἐπηνθισμένον. ἐς δὲ τὸ ἐπίνειον καταβᾶσιν ἐξ Αἰγείρας καὶ αὖθις ἐς τὰ πρόσω βαδίζουσιν ἔστιν ἐν δεξιᾷ τῆς ὁδοῦ τὸ ἱερὸν τῆς Ἀγροτέρας, ἔνθα τὴν αἶγα ὀκλάσαι λέγουσιν.
[12] τῆς δὲ Αἰγειρατῶν ἔχονται Πελληνεῖς: πρὸς Σικυῶνος δὲ οὗτοι καὶ μοίρας τῆς Ἀργολίδος Ἀχαιῶν οἰκοῦσιν ἔσχατοι. τὸ δὲ ὄνομα ἐγένετο τῇ πόλει λόγῳ μὲν τῷ Πελληνέων ἀπὸ Πάλλαντος, τῶν Τιτάνων δὲ καὶ Πάλλαντα εἶναι λέγουσι, δόξῃ δὲ τῇ Ἀργείων ἀπὸ ἀνδρὸς Ἀργείου Πέλληνος: Φόρβαντος δὲ εἶναι τοῦ Τριόπα παῖδα αὐτὸν λέγουσιν.
[13] Αἰγείρας δὲ ἐν τῷ μεταξὺ καὶ Πελλήνης πόλισμα ὑπήκοον Σικυωνίων Δονοῦσσα καλουμένη ἐγένετο μὲν ὑπὸ τῶν Σικυωνίων ἀνάστατος, μνημονεύειν δὲ καὶ Ὅμηρον ἐν καταλόγῳ τῶν σὺν Ἀγαμέμνονί φασιν αὐτῆς ποιήσαντα ἔπος
οἵ θ' Ὑπερησίην τε καὶ αἰπεινὴν Δονόεσσαν: (Όμηρος, Ιλιάδα, 2.573)
Πεισίστρατον δέ, ἡνίκα ἔπη τὰ Ὁμήρου διεσπασμένα τε καὶ ἀλλαχοῦ μνημονευόμενα ἤθροιζε, τότε αὐτὸν Πεισίστρατον ἢ τῶν τινα ἑταίρων μεταποιῆσαι τὸ ὄνομα ὑπὸ ἀγνοίας.
[2] Ὁμήρου δὲ ἐν τοῖς ἔπεσιν Ὑπερησία ὠνόμασται: τὸ δὲ ὄνομα τὸ νῦν ἐγένετο Ἰώνων ἐποικούντων, ἐγένετο δὲ ἐπ' αἰτίᾳ τοιᾷδε. Σικυωνίων ἀφίξεσθαι στρατὸς ἔμελλεν αὐτοῖς πολέμιος ἐς τὴν γῆν: οἱ δὲ --οὐ γὰρ ἐδόκουν ἀξιόμαχοι τοῖς Σικυωνίοις εἶναι-- ἀθροίζουσιν αἶγας, ὁπόσαι σφίσιν ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ, συλλέξαντες δὲ ἔδησαν πρὸς τοῖς κέρασιν αὐτῶν δᾷδας, καὶ ὡς πρόσω νυκτὸς ἦν, ἐξάπτουσι τὰς δᾷδας.
[3] Σικυώνιοι δὲ--ἰέναι γὰρ συμμάχους τοῖς Ὑπερησιεῦσιν ἤλπιζον εἶναι τὴν φλόγα [καὶ] ἐκ τοῦ ἐπικουρικοῦ πυρός--οἱ μὲν οἴκαδε ἐπανήρχοντο, Ὑπερησιεῖς δὲ τῇ τε πόλει τὸ ὄνομα τὸ νῦν μετέθεντο ἀπὸ τῶν αἰγῶν, καὶ καθότι αὐτῶν ἡ καλλίστη καὶ ἡγουμένη τῶν ἄλλων ὤκλασεν, Ἀρτέμιδος Ἀγροτέρας ἐποιήσαντο ἱερόν, τὸ σόφισμα ἐς τοὺς Σικυωνίους οὐκ ἄνευ τῆς Ἀρτέμιδός σφισιν ἐπελθεῖν νομίζοντες.
[4] οὐ μὴν καὶ αὐτίκα ἐξενίκησεν Αἴγειραν ἀντὶ Ὑπερησίας καλεῖσθαι, ἐπεὶ κατ' ἐμὲ ἦσαν ἔτι οἳ Ὠρεὸν τὴν ἐν Εὐβοίᾳ τῷ ὀνόματι Ἑστίαιαν ἐκάλουν τῷ ἀρχαίῳ. παρείχετο δὲ ἡ Αἴγειρα ἐς συγγραφὴν ἱερὸν Διὸς καὶ ἄγαλμα καθήμενον λίθου τοῦ Πεντελησίου, Ἀθηναίου δὲ ἔργον Εὐκλείδου. ἐν τούτῳ τῷ ἱερῷ καὶ Ἀθηνᾶς ἄγαλμα ἕστηκε: πρόσωπόν τε καὶ ἄκραι χεῖρες ἐλέφαντος καὶ οἱ πόδες, τὸ δὲ ἄλλο ξόανον χρυσῷ τε ἐπιπολῆς διηνθισμένον ἐστὶ καὶ φαρμάκοις.
[5] Ἀρτέμιδός τε ναὸς καὶ ἄγαλμα τέχνης τῆς ἐφ' ἡμῶν: ἱερᾶται δὲ παρθένος, ἔστ' ἂν ἐς ὥραν ἀφίκηται γάμου. ἕστηκε δὲ καὶ ἄγαλμα ἐνταῦθα ἀρχαῖον, Ἰφιγένεια ἡ Ἀγαμέμνονος, ὡς οἱ Αἰγειρᾶταί φασιν: εἰ δὲ ἀληθῆ λέγουσιν οὗτοι, δῆλός ἐστιν ἐξ ἀρχῆς Ἰφιγενείᾳ ποιηθεὶς ὁ ναός.
[6] ἔστι καὶ Ἀπόλλωνος ἱερὸν ἐς τὰ μάλιστα ἀρχαῖον τό τε ἱερὸν αὐτὸ καὶ ὁπόσα ἐν τοῖς ἀετοῖς, ἀρχαῖον δὲ καὶ τοῦ θεοῦ τὸ ξόανον, γυμνός, μεγέθει μέγας: τὸν ποιήσαντα δὲ εἶχεν οὐδεὶς τῶν ἐπιχωρίων εἰπεῖν: ὅστις δὲ ἤδη τὸν Ἡρακλέα τὸν ἐν Σικυῶνι ἐθεάσατο, τεκμαίροιτο ἂν καὶ ἐν Αἰγείρᾳ τὸν Ἀπόλλωνα ἔργον εἶναι τοῦ αὐτοῦ Φλιασίου Λαφάους.
[7] Ἀσκληπιοῦ δὲ ἀγάλματα ὀρθά ἐστιν ἐν ναῷ καὶ Σαράπιδος ἑτέρωθι καὶ Ἴσιδος, λίθου καὶ ταῦτα Πεντελησίου. τὴν δὲ Οὐρανίαν σέβουσι μὲν τὰ μάλιστα, ἐσελθεῖν δὲ ἐς τὸ ἱερὸν οὐκ ἔστιν ἀνθρώποις. θεοῦ δὲ ἣν Συρίαν ἐπονομάζουσιν, ἐς ταύτης τὸ ἱερὸν ἐσίασιν ἐν ἡμέραις ῥηταῖς, ἄλλα τε ὅσα νομίζουσι προκαθαριεύσαντες καὶ ἐς τὴν δίαιταν.
[8] οἶδα καὶ οἴκημα ἐν Αἰγείρᾳ θεασάμενος: ἄγαλμα ἦν ἐν τῷ οἰκήματι Τύχης, τὸ κέρας φέρουσα τὸ Ἀμαλθείας: παρὰ δὲ αὐτὴν Ἔρως πτερὰ ἔχων ἐστίν, ἐθέλει δὲ σημαίνειν ὅτι ἀνθρώποις καὶ τὰ ἐς ἔρωτα τύχῃ μᾶλλον ἢ ὑπὸ κάλλους κατορθοῦται. ἐγὼ μὲν οὖν Πινδάρου τά τε ἄλλα πείθομαι τῇ ᾠδῇ καὶ Μοιρῶν τε εἶναι μίαν τὴν Τύχην καὶ ὑπὲρ τὰς ἀδελφάς τι ἰσχύειν:
[9] ἐν Αἰγείρᾳ δὲ ἐν τούτῳ τῷ οἰκήματι ἀνήρ τε ἤδη γέρων ἴσα καὶ ὀδυρόμενος καὶ γυναῖκες [αἱ] τρεῖς ἀφαιρούμεναι ψέλιά εἰσι καὶ ἴσοι νεανίσκοι ταῖς γυναιξί, [καὶ ὁ] ἐνδεδυκὼς θώρακα εἷς. τοῦτόν φασιν Ἀχαιοῖς γενομένου πολέμου μαχεσάμενον ἀνδρειότατα Αἰγειρατῶν τελευτῆσαι, καὶ αὐτοῦ τὸν θάνατον οἱ λοιποὶ τῶν ἀδελφῶν οἴκαδε ἀπήγγειλαν: καὶ τοῦδε ἕνεκα αἵ τε ἀδελφαὶ διὰ τὸ ἐπ' αὐτῷ πένθος ἀποκοσμοῦνται καὶ τὸν πατέρα ἐπονομάζουσιν οἱ ἐπιχώριοι Συμπαθῆ, ἅτε ἐλεεινὸν καὶ ἐν τῇ εἰκόνι.
[10] ὁδὸς δὲ ἐξ Αἰγείρας εὐθεῖα ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ τοῦ Διὸς διά τε ὀρῶν καὶ ἀνάντης ἐστί: μῆκος μὲν οὖν τῆς ὁδοῦ τεσσαράκοντά εἰσι στάδιοι, ἄγει δὲ ἐς Φελλόην, πόλισμα οὐκ ἐπιφανές, †οὐδὲ ὡς ἀεὶ ᾠκεῖτο καὶ Ἰώνων ἔτι ἐχόντων τὴν γῆν. τὰ δὲ περὶ τὴν Φελλόην ἐς φυτείαν ἀμπέλων ἐστὶν ἐπιτήδεια: καὶ ὅσα πετρώδη τῆς χώρας, δρῦς τέ εἰσι καὶ θηρία, ἔλαφοι καὶ ὗς ἄγριοι:
[11] εἰ δέ τινα τῶν ἐν Ἕλλησι πολισματίων ἀφθόνῳ καταῤῥεῖται τῷ ὕδατι, ἀριθμεῖν καὶ τὴν Φελλόην ἔστιν ἐν τούτοις. θεῶν δὲ ἱερὰ Διονύσου καὶ Ἀρτέμιδός ἐστιν: ἡ μὲν χαλκοῦ πεποίηται, βέλος δὲ ἐκ φαρέτρας λαμβάνουσα: τῷ Διονύσῳ δὲ ὑπὸ κινναβάρεως τὸ ἄγαλμά ἐστιν ἐπηνθισμένον. ἐς δὲ τὸ ἐπίνειον καταβᾶσιν ἐξ Αἰγείρας καὶ αὖθις ἐς τὰ πρόσω βαδίζουσιν ἔστιν ἐν δεξιᾷ τῆς ὁδοῦ τὸ ἱερὸν τῆς Ἀγροτέρας, ἔνθα τὴν αἶγα ὀκλάσαι λέγουσιν.
[12] τῆς δὲ Αἰγειρατῶν ἔχονται Πελληνεῖς: πρὸς Σικυῶνος δὲ οὗτοι καὶ μοίρας τῆς Ἀργολίδος Ἀχαιῶν οἰκοῦσιν ἔσχατοι. τὸ δὲ ὄνομα ἐγένετο τῇ πόλει λόγῳ μὲν τῷ Πελληνέων ἀπὸ Πάλλαντος, τῶν Τιτάνων δὲ καὶ Πάλλαντα εἶναι λέγουσι, δόξῃ δὲ τῇ Ἀργείων ἀπὸ ἀνδρὸς Ἀργείου Πέλληνος: Φόρβαντος δὲ εἶναι τοῦ Τριόπα παῖδα αὐτὸν λέγουσιν.
[13] Αἰγείρας δὲ ἐν τῷ μεταξὺ καὶ Πελλήνης πόλισμα ὑπήκοον Σικυωνίων Δονοῦσσα καλουμένη ἐγένετο μὲν ὑπὸ τῶν Σικυωνίων ἀνάστατος, μνημονεύειν δὲ καὶ Ὅμηρον ἐν καταλόγῳ τῶν σὺν Ἀγαμέμνονί φασιν αὐτῆς ποιήσαντα ἔπος
οἵ θ' Ὑπερησίην τε καὶ αἰπεινὴν Δονόεσσαν: (Όμηρος, Ιλιάδα, 2.573)
Πεισίστρατον δέ, ἡνίκα ἔπη τὰ Ὁμήρου διεσπασμένα τε καὶ ἀλλαχοῦ μνημονευόμενα ἤθροιζε, τότε αὐτὸν Πεισίστρατον ἢ τῶν τινα ἑταίρων μεταποιῆσαι τὸ ὄνομα ὑπὸ ἀγνοίας.