Φωτογραφία τραβηγμένη από τον Otto Walter στις 31-8-1916 |
Αποσπάσματα από το βιβλίο ΑΡΜΕΝΙΖΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ
Αιγείρα
Οι πρώτοι κάτοικοι της Αιγείρας ήρθαν από τα Αρφαρά, τη Βελλά, τη Βεργουβίτσα και τα αλλά ορεινά χωριά της ανατολικής Αιγιαλείας, αλλά και από διάφορα μέρη της Ελλάδος (Ρούμελη και Ήπειρο). Τα πρώτα σπίτια της Αιγείρας άρχισαν να χτίζονται το 1887 περίπου, την εποχή που καθιερώθηκε η στάση των τρένων στο σημείο όπου είναι και σήμερα το γνωστό κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού. Στη στάση αυτή δόθηκε η ονομασία Αιγείρα, από το όνομα της ομώνυμης αρχαίας πόλης, που βρίσκεται στις γνωστές τοποθεσίες Παλιόκαστρου και Μαύρων Λιθαριών.
Με επίκεντρο τη στάση αυτή αναπτύχθηκε μεγάλη οικιστική και εμπορική κίνηση και σιγά – σιγά δημιουργήθηκε το “επίνειο” των ορεινών χωριών.Για τον αριθμό των κατοίκων του οικισμού της Αιγείρας πριν το 1900 δεν υπάρχουν στοιχεία, αφού οι ελάχιστοι κάτοικοι του οικισμού, που αποτέλεσε αργότερα την κοινότητα Αιγείρας, απογράφονταν στα ορεινά χωριά από τα οποία κατάγονταν. Για πρώτη φορά η Αιγείρα απογράφηκε ξεχωριστά ως αυτόνομος οικισμός το έτος 1907 και είχε 125 κατοίκους, ενώ τα Μάρμαρα που και αυτά απογράφηκαν τη χρονιά εκείνη για πρώτη φορά είχαν 106 κατοίκους, σε σύνολο 1867 κατοίκων του δήμου Αιγείρας. Τα έτος 1920 ο πληθυσμός της Αιγείρας αυξήθηκε σε 261 και οι κατοικούντες στα Μάρμαρα έγιναν 327. Το έτος 1928, η απογραφή κατέγραψε στην κοινότητα Αιγείρας 267 κατοίκους και στον οικισμό Μαρμάρων 57 κατοίκους. Ένας μικρός οικισμός ήταν λοιπόν η Αιγείρα τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και η “διοικητική” επαφή του χωριού με τη θάλασσα εκτεινόταν από το Θολοπόταμο ως τον Κριό ποταμό. Λιγοστά τα σπίτια και εποχιακοί οι περισσότεροι κάτοικοι. Χαρακτηριστική είναι και η περιγραφή του 32άχρονου (1915) Βιεννέζου Πανεπιστημιακού Αρχαιολόγου, του Όττο Βάλτερ. Γράφει λοιπόν ο Αυστριακός καθηγητής στην έκθεσή του προς το αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Βιέννης (Η περιγραφή αναφέρεται στην περιοχή ανατολικά του Κριού ποταμού, που τότε υπαγόταν ολόκληρη στα όρια της Βλοβοκάς μέχρι και το αρχαίο λιμάνι στα Μαύρα Λιθάρια): “Ένας καλοκαιρινός περίπατος στις 18 Αυγούστου του 1915 κατά μήκος της παραλίας μ’ έφερε κοντά στην Αρχαία Αιγείρα. Παρά το ότι τα ερείπια αυτά βρίσκονται πλησίον του δρόμου Αθηνών – Πατρών, που είναι από τις πιο πολυσύχναστες διαδρομές της Ελλάδας, λίγοι έχουν επισκεφθεί το μέρος αυτό και αυτοί για λίγες μόνο ώρες. (Προφανώς ο Βάλτερ εννοούσε τη σιδηροδρομική γραμμή, αφού, ως γνωστό, ο δρόμος στο ύψος της Αιγείρας, έγινε βατός για εποχούμενους ταξιδιώτες προς την Πάτρα λίγο πριν τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο). Επειδή γίνεται διαρκώς περισσότερη καλλιέργεια και ανοικοδόμηση, συνεχίζει ο Βάλτερ, η προστασία των αρχαιοτήτων είναι ανεπαρκής και τα υπάρχοντα σήμερα ερείπια κινδυνεύουν να καταστραφούν ακόμα περισσότερο και προπαντός τα τείχη της πόλεως και το θέατρο. Έχει περάσει ένας χρόνος, μέχρι που να μπορέσω ν’ αρχίσω την προγραμματισμένη εργασία μαζί με τον αρχιτέκτονα Σούρσο, από τη στιγμή που μας έδωσε άδεια για ανασκαφές το Υπουργείο. Όμως, την πρώτη ημέρα των ανασκαφών μπήκε η Ρουμανία στον πόλεμο, με συνέπεια να επιστρέψουμε στην Αθήνα και να διακόψουμε με μεγάλη μας λύπη τις εργασίες. Δεν είχαν περάσει παρά μόνο τέσσερις μέρες δουλειάς…” Είχαν βέβαια προλάβει να βρουν το κεφάλι του αγάλματος του Δία. Ο Αυστριακός καθηγητής επέστρεψε στην Αιγείρα στις 11 Νοεμβρίου 1916 όπου εργάσθηκε για μια ακόμα εβδομάδα διορθώνοντας το σχέδιο του Έλληνα αρχιτέκτονα. Η περιγραφή αυτή του Βάλτερ, αν και δεν δίνει πολλά στοιχεία για το περιβάλλον της περιοχής, δείχνει τη ραγδαία οικιστική ανάπτυξη της παραλιακής ζώνης, καθώς και την πολλά υποσχόμενη ιστορική και αρχαιολογική σημασία της. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο Αυστριακός ήταν “προφητικός”, αφού πριν 90 και πλέον χρόνια είχε επισημάνει τον κίνδυνο καταστροφής των αρχαιολογικών χώρων από την ανεξέλεγκτη οικοδομική δραστηριότητα. Όπερ και εγένετο(;). Όταν άρχισε να διαμορφώνεται ο παραλιακός οικισμός της Αιγείρας και να εγκαθίστανται σε αυτόν μόνιμοι κάτοικοι, δημιουργήθηκε η ανάγκη το χωριό να αποκτήσει και εκκλησία. Έτσι, το έτος 1880 περίπου, ο τότε ιερέας Δημήτριος Παπανάγου από τη Βεργουβίτσα, παραχώρησε ένα τμήμα από το δενδροπερίβολό του κι εκεί άρχισε να κτίζεται ένα μικρό πέτρινο εκκλησάκι, που του έδωσαν την ονομασία Άγιος Παντελεήμων. Το εκκλησάκι εκείνο ήταν πολύ μικρό για να χωρέσει τους συνεχώς αυξανόμενους κατοίκους. Για το λόγο αυτό, γύρω στα 1915, έγινε επέκταση του ναού με φροντίδα του Γεωργίου Κουβέλη και του Αλεξίου Ρόζου. Στο λιγοστό χώρο έξω από την εκκλησία, κοντά στη βορειοανατολική πλευρά, υπήρχε ένα μικρό νεκροταφείο.Μόλις το 1919 ιδρύθηκε στην Αιγείρα δημοτικό σχολείο και για αρκετά χρόνια στεγάστηκε σε κτίριο δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή (στη συμβολή της γραμμής με τη σημερινή οδό Ικαρίου). Μερικά από τα ονόματα των πρώτων δασκάλων που δίδαξαν στο σχολείο αυτό ήταν: Παναγιώτης Παπαδόπουλος, Ασημάκης Ράπτης, Δημήτριος Σωτηρόπουλος.
Βλοβοκά (Αιγές)
Βρίσκεται ριζωμένο στη σκιά του βράχου της Ευρωστίνας, στα ανατολικά των Αρφαρών σε ύψος 404 μ. και απέχει από αυτά μια ώρα. Έχει δημοτικό σχολείο αρρένων μονοτάξιο και νερό πηγαίο άφθονο. Στις δυτικές παρυφές του χωριού ρέει ο ποταμός Κριός (Βλοβοκίτικο). Παράγει μετάξι περίπου 500 λίτρες (Περιγραφή του 1902). Πληθυσμός: Έτος 1879 κάτοικοι 385. Έτος 1889 κάτοικοι 480. Έτος 1896 κάτοικοι 460. Έτος 1902 κάτοικοι 460. Έτος 1907 κάτοικοι 600. Έτος 1920 κάτοικοι 648. Έτος 1928 κάτοικοι 581. Από το 1890 έως το 1913 λειτούργησε ιδιωτικό μονοτάξιο ελληνικό σχολείο, με άδεια του Υπουργείου Παιδείας, που είχε δοθεί από τον υπουργό Κωνσταντίνο Λομβάρδο στον πρώην δάσκαλο Γεώργιο Λουρή και το οποίο ήταν υπό την εποπτεία του γυμνασιάρχη Αιγίου. Το σχολείο αυτό λειτουργούσε κανονικά και ήταν ιδιοσυντήρητο. Είχε πέντε μαθητές. Το 1909 διευθυντής του ήταν ο Αντώνης Χωμματιανός, συνταξιούχος.
Αρφαρά (Αμπελόκηποι)
Το χωριό βρίσκεται ανατολικά του πρόβουνου των Αροανίων (Βαλιμίτικο βουνό) και ήταν έδρα του Δημάρχου. Απέχει από την παραλιακή σιδηροδρομική στάση της Αιγείρας 1 ώρα και 5 λεπτά. (Περιγραφή και στοιχεία Χ. Κορύλλου 1902). Στο Δημοτικό κατάστημα λειτουργούσε δημοτικό σχολείο αρρένων διτάξιο και θηλέων μονοτάξιο. Το χωριό τροφοδοτείτο από νερό παρακείμενης πηγής με σιδερένιους σωλήνες. Παρήγαγε περίπου 300 λίτρες μετάξι. Πλησίον του οικισμού, επάνω στον απέναντι βράχο, υπάρχει το μονίδριο του Αγίου Βασιλείου, το οποίο παλαιότερα ήταν απλό προσκύνημα. Μετά την ανεξαρτησία κάποια καλόγρια από την Ακράτα, που ονομαζόταν Ελευθερία και προηγουμένως ήταν παντρεμένη, ήλθε – επί Καποδίστρια – από την αιχμαλωσία και ζητιανεύοντας έκτισε το μονίδριο (ναός και τρία κελιά) που χρησιμοποιήθηκαν από δύο ακόμα καλόγριες οι οποίες ήρθαν κατόπιν. Το 1902 απέμεινε μία μόνο καλόγρια που περιποιούταν τον ναό.
Ο πληθυσμός των Αρφαρών, παρουσίασε τις ακόλουθες διακυμάνσεις στις απογραφές: Έτος 1879 πληθυσμός 546. Έτος 1889 πληθυσμός 532. Έτος 1896 πληθυσμός 534. Έτος 1907 πληθυσμός 622. Έτος 1920 πληθυσμός 324. Έτος 1928 πληθυσμός 586.
Το δημοτικό σχολείο Αρφαρών – Βερσοβάς λειτούργησε για πρώτη φορά το 1845 ως κοινό σχολείο και των δύο χωριών, επειδή βρισκόταν πολύ κοντά και στα δύο και μέχρι το 1902 το σχολείο στεγάστηκε σε διάφορα οικήματα. Τα έτη 1901 – 1902 κτίστηκε με δαπάνη του εθνικού ευεργέτη Ανδρέα Συγγρού μεγαλοπρεπές σχολικό κτίριο σε περίβλεπτη θέση μεταξύ των δύο χωριών για να στεγάσει το δημοτικό σχολείο αρρένων. Σε μικρή απόσταση από εκεί, στο βόρειο άκρο των Αρφαρών, κατά την ίδια χρονολογία χτίστηκε με δαπάνη του ίδιου εθνικού ευεργέτη και παρθεναγωγείο. Όταν το δημοτικό σχολείο άρχισε να λειτουργεί ως μικτό, το οίκημα του παρθεναγωγείου εγκαταλείφθηκε και η διδασκαλία των μαθητών περιορίστηκε στο οίκημα του δημοτικού σχολείου αρρένων.
Βερσοβά (Χρυσάνθιο)Είναι σχεδόν συνέχεια με τα Αρφαρά και είχαν κοινό δημοτικό σχολείο που βρισκόταν πάνω σε λόφο στο ενδιάμεσο των οικισμών. Τα δύο αυτά χωριά αποκαλούνταν και “Αρφαροβέρσοβα”.
Ήταν έδρα του συμβολαιογράφου του δήμου και υδρευόταν από λίγο πηγαίο νερό. Στο χωριό λειτουργούσε και δασονομείο. Το 1902 παρήγαγε περί τις 200 λίτρες μετάξι. Άλλα προϊόντα της Βερσοβάς την περίοδο εκείνη ήταν: λάδι, σταφίδα, στάρι και κρασί.
Πληθυσμός Βερσοβάς: Έτος 1879 κάτοικοι 368. Έτος 1889 κάτοικοι 339. Έτος 1896 κάτοικοι 400. Έτος 1907 κάτοικοι 415. Έτος 1920 κάτοικοι 367. Έτος 1928 κάτοικοι 387.
Σελιάνα
Το χωριό ήταν η έδρα του δήμου μέχρι το 1912, οπότε και καταργήθηκαν οι δήμοι. Για να φτάσει κανείς από την Αιγείρα πεζός στο χωριό χρειαζόταν τέσσερις περίπου ώρες. Αξιοσημείωτη περιοχή το σπήλαιο της Χούχλιας, στο οποίο μπορεί κανείς να προχωρήσει σε βάθος 20 μέτρων μέσα από σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Το έτος 1904 κατασκευάστηκε, όπως και σε πολλά άλλα ελληνικά χωριά, με δωρεά του Ανδρέα Συγγρού διθέσιο δημοτικό σχολείο, στο οποίο, από τότε που ιδρύθηκε και για αρκετές δεκαετίες, δίδαξε ο καταγόμενος από τη Συλίβαινα δάσκαλος Βασίλης Αποστολόπουλος.
Οι κάτοικοι του χωριού, σχεδόν αμέσως μετά την επανάσταση του 1821, άρχισαν να κατεβαίνουν στην παραλία για να περάσουν το χειμώνα. Σιγά – σιγά η εγκατάστασή τους στα παραλιακά χωριά πήρε μόνιμο χαρακτήρα και αυτό φαίνεται από τη διακύμανση του πληθυσμού. Συγκεκριμένα: Το έτος 1851 η Σελιάνα είχε 116 οικογένειες και 590 κατοίκους. Το 1879 οι κάτοικοι έγιναν 671. Το 1889 μειώθηκαν σε 596, ενώ το 1896 σημειώθηκε η μεγαλύτερη αύξηση, αφού έγιναν 761. Σχεδόν ο ίδιος πληθυσμός παρέμεινε έως το 1907, οπότε στο χωριό απογράφηκαν 729 κάτοικοι. Στα 1920 όμως, μόνο 113 βρισκόταν εκεί. Οι εσωτερικοί μετανάστες και οι “κυνηγοί του αμερικανικού ονείρου” έδωσαν το στίγμα τους (92 παλικάρια συνολικά διέσχισαν τον Ατλαντικό, όπως κατέγραψε η έρευνά μας). Η απογραφή του 1928 έδειξε ότι το χωριό άρχισε να ξαναζωντανεύει με τους 468 κατοίκους του.
Στη Σελιάνα λειτουργούσε Σταθμός Χωροφυλακής, του οποίου η ακριβής χρονολογία ίδρυσης δεν έχει καταγραφεί. Σύμφωνα με διηγήσεις παλαιότερων, ο σταθμός υπήρχε στα τέλη του 19ου αιώνα. Από τις αρχές του 20ου αιώνα υπηρέτησε εκεί ως διοικητικής ο ενωμοτάρχης Νικόλαος Γάσπαρης, ο οποίος άφησε εποχή με τις πρωτότυπες “σκληρές” μεθόδους που εφάρμοζε για την πάταξη του εγκλήματος, καθώς και για τον σωφρονισμό των διαφόρων “ταραχοποιών στοιχείων”. Σχεδόν μέχρι τα χρόνια μας χρησιμοποιείται η παροιμιώδης φράση “Αυτού του χρειάζεται ένας Γάσπαρης”. Στην ιστορία της περιοχής έχει καταγραφεί και ένα επεισόδιο μ’ ένα ζωηρό νέο, το Φιλοποίμενα Γιαννούλη από τη Βελλά, ο οποίος για χάρη αστείου συνήθιζε να πυροβολεί στον αέρα. Ο Γάσπαρης λοιπόν, αφού είχε εξαντλήσει τις νουθεσίες του προς τον “άτακτο” εκείνο νεαρό και σαν ένθερμος υποστηρικτής της γνωστής φράσης, “όπου δεν περνάνε τα λόγια πέφτει ξύλο”, μια μέρα πήρε τους άνδρες του και έφθασε στη Βελλά. Κύκλωσε το σπίτι του ταραξία και μετά από μερικές “κουμπουριές” τον συνέλαβε και τον οδήγησε στο Σταθμαρχείο στη Σελιάνα. Μετά από ανηλεή, επί μερόνυχτα, ξυλοδαρμό τον άφησε ελεύθερο, αφού πρώτα του είχε ζητήσει “ευγενικά” να υποσχεθεί ότι ποτέ ξανά δεν θα διαταράξει τη “δημόσια τάξη”. Μερικά χρόνια αργότερα – το 1910 – ο συγκεκριμένος νέος έφυγε στην Αμερική, όπως ανακάλυψε η έρευνά μας και θα δείτε σε άλλο σημείο του βιβλίου (στους αναχωρήσαντες από τα Μάρμαρα Βελλαΐτες).
Ο Γάσπαρης μετά την ευδόκιμη θητεία του στη Σελιάνα, διετέλεσε αστυνομικός διευθυντής Αθηνών κατά τα έτη 1920 - 1921.
Βεργουβίτσα (Μοναστήρι)Βρίσκεται σε υψόμετρο 650 μέτρων και απείχε τρεις ώρες πεζοπορία από την Αιγείρα. Γνωστή σε όλους η εκκλησία της Παναγίας της Βεργουβιτσιώτισσας με δεσπόζουσα θέση σ’ ένα πλάτωμα του απότομου βράχου της Ευρωστίνας. Απέναντι και η εντυπωσιακή Μαυροσπηλιά.
Όπως και τ’ άλλα χωριά, έγινε κοινότητα στις 18 Αυγούστου 1912 και αποτελείτο από τον οικισμό της Βεργουβίτσας, που ήταν η θερινή έδρα της κοινότητας και από τα Βεργουβιτσιώτικα καλύβια, έναν πολύ μικρό οικισμό στην περιοχή “Κόκκινος Βράχος” δίπλα στον Κριό ποταμό. Ο οικισμός “Βεργουβιτσιώτικα καλύβια” ήταν η χειμερινή έδρα της κοινότητας από την 1η Νοεμβρίου μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου και είχε ορισθεί με απόφαση του υπουργείου Εσωτερικών την 3η Σεπτεμβρίου 1915. Η κοινότητα Βεργουβίτσας μέχρι το 1944 υπαγόταν στην επαρχία Καλαβρύτων.
Σημαντικά είναι και τα στοιχεία, που αντλούνται από τις διάφορες απογραφές πληθυσμού από το 1851 έως το 1928. Συγκεκριμένα ο Ιωάννης Ραγκαβής αναφέρει, ότι το 1851 στη Βεργουβίτσα κατοικούσαν 71 οικογένειες, με σύνολο 436 κατοίκων. Το έτος 1879 οι κάτοικοι ήταν 522. Το 1889 ήταν 465. Το 1896 καταμετρήθηκαν 502 κάτοικοι. Το έτος 1907, δηλαδή λίγο πριν αρχίσει το μαζικό κύμα της μετανάστευσης, ο πληθυσμός μειώθηκε ελάχιστα σε 492. Το 1920 και όταν πλέον είχαν φύγει οι περισσότεροι, καταμετρήθηκαν 181 κάτοικοι. Ακόμα λιγότεροι παρουσιάζονται το έτος 1928, όπου τώρα η καταμέτρηση έγινε σε τέσσερις διαφορετικούς οικισμούς: Βεργουβίτσα 178 κάτοικοι, Γεωργουλιάνικα 39 κάτοικοι, Καραμπασιάνικα 38 κάτοικοι, Ροζέικα 78 κάτοικοι. Από το χωριό αυτό, όπως δείχνει η έρευνα μας, πήγαν στην Αμερική μέσω του λιμανιού της Νέας Υόρκης, σε διάστημα 14 ετών (από το 1906 έως το 1920) 58 άνδρες και μία γυναίκα.
Βελλά
Βρίσκεται σε υψόμετρο 840 μέτρων (στην πλατεία του χωριού), ενώ η νότια γειτονιά έχει υψόμετρο γύρω στα 950 μέτρα. Σύμφωνα με όσα καταγράφει η τοπική παράδοση, το χωριό φέρεται να υπάρχει εκεί περισσότερο από 1000 χρόνια. Οι κάτοικοί του κατά κύριο λόγο ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και δευτερευόντως με τη γεωργία παράγοντας δημητριακά. Το χειμώνα, που κατέβαιναν στα παράλια χωριά, ασχολούνταν με την καλλιέργεια της σταφίδας, των σταφυλιών και της ελιάς.
Σημαντικά στοιχεία αντλούμε από τις απογραφές της εποχής, που δείχνουν τη συρρίκνωση του χωριού εξαιτίας κυρίως της εσωτερικής και σε πολύ μικρότερο βαθμό της υπερπόντιας μετανάστευσης. Συγκεκριμένα, το έτος 1879 στη Βελλά καταγράφηκε ο μεγαλύτερος αριθμός κατοίκων στη σύγχρονη ιστορία της, 346 δηλαδή κάτοικοι. Το 1889 οι κάτοικοι έγιναν 218. Το 1896 αυξήθηκαν σε 327. Το 1907 μειώθηκαν σε 254. Δεκατρία χρόνια αργότερα, το έτος 1920, μόνο 8 άτομα απογράφηκαν στο χωριό, ενώ στο “επίνειό του” τα Μάρμαρα κατοικούσαν 327. Όμως το 1928, στη Βελλά οι 8 έγιναν 178 , αφού η απογραφή στα Μάρμαρα μέτρησε 57 άτομα.
Σβυρού (Όαση)Το χωριό βρίσκεται στην δυτική όχθη του Κριού ποταμού, σε υψόμετρο 450 μ. Οι λιγοστοί πάντα κάτοικοί του ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ παρήγαν λίγη μαύρη σταφίδα και δημητριακά. Μετονομάστηκε σε Όαση, όπως αναφέρει ο Κανελλόπουλος στο βιβλίο του, επειδή είχε ωραία περιβόλια και πολύ πράσινο. Η Σβυρού υπήρχε από τα πολύ παλιά χρόνια, όπως και τα περισσότερα ορεινά χωριά μας. Χαρακτηριστικός ήταν και ο τεραστίων διαστάσεων πλάτανος στην πλατεία, ο οποίος σύμφωνα με την παράδοση έχει ζωή πάνω από 1000 χρόνια.
Ο Ραγκαβής αναφέρει ότι το 1851 εκεί ζούσαν 46 οικογένειες (136 κάτοικοι). Το έτος 1879 oι κάτοικοι ήταν 132. Tο έτος 1889 στη Σβυρού διέμεναν 137. H απογραφή του 1896 παρουσίασε 150 κατοίκους. Το 1907 μειώθηκαν σε 129. Πολύ μικρή η συμμετοχή των Σβυραίων στο μεταναστευτικό κύμα της εποχής, αφού το 1920 παρέμεναν στο χωριό 113 άτομα. Η κάθοδος προς τα παράλια είναι εμφανής την επόμενη δεκαετία, αφού το 1928 μόνο 95 κατοικούσαν εκεί.
Συνεβρό
Στην όχθη του Κριού, λίγο πιο πάνω από τη Σβυρού και σε υψόμετρο 550 μ. βρίσκεται το χωριό αυτό, με τα σπίτια του διασκορπισμένα σε δύο επίπεδα (γειτονιές).
Σύμφωνα με τα στοιχεία των απογραφών, το 1851 στο χωριό κατοικούσαν 173 άτομα. Τα επόμενα χρόνια η διακύμανση του πληθυσμού ακολούθησε μια σταθερά πτωτική πορεία. Έτσι το 1879 οι κάτοικοι μειώθηκαν σε 166. Το 1896 ήταν 141. Δεν βρήκαμε καταγεγραμμένα στοιχεία απογραφής για την επόμενη δεκαετία, παρά μόνον το 1920, όπου κατοικούσαν στο χωριό 30 άτομα. Το 1928 διπλασιάστηκαν οι κάτοικοι και έγιναν 77.
Αξιοσημείωτη είναι και η παράδοση, που αναφέρεται στο πώς πήρε το όνομά του το χωριό. Τα πολύ παλιά χρόνια στην περιοχή υπήρχε ένα μεγάλο δάσος και εκεί ζούσαν πολλά ζώα, μεταξύ των οποίων και ελάφια. Επειδή το νεογέννητο ελαφάκι λεγόταν “νεβρός” και οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής συναντούσαν πολλούς μικρούς “νεβρούς” στα πέριξ, ονόμασαν τον οικισμό τους “Συ-νεβρό”. Αυτή η εύστοχη ονομασία παραμένει ως σήμερα. Είναι από τα λίγα χωριά της περιοχής, που δεν άλλαξαν όνομα κατά τη δεκαετία του 1950.
Περιθώρι
Το χωριό ευρίσκεται στο νότιο άκρο της κοιλάδας του Κριού. Όπως αναφέρει ο Κορύλλος, για να φθάσεις από την Αιγείρα στο Περιθώρι (φυσικά με τα πόδια) ήθελες πέντε και πλέον ώρες. Και εδώ οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με την κτηνοτροφία. Σύμφωνα με τα γραφόμενα από το γυμνασιάρχη Γεώργιο Παπανδρέου στην Καλαβρυτινή επετηρίδα, στα τέλη του 19ου αιώνα εκτρέφονταν εκεί 2500 γιδοπρόβατα, ενώ παρήγαγε και τα φημισμένα σε όλη την περιοχή σκόρδα. Από την Καλαβρυτινή επετηρίδα πληροφορούμαστε επίσης, ότι υπήρχε δημοτικό σχολείο αρρένων. Σύμφωνα με άλλες πηγές, το 1900 λειτούργησε για πρώτη φορά δημοτικό σχολείο, το οποίο στεγαζόταν σε διάφορα ιδιωτικά κτίρια (σπίτια).
Τα αμερικάνικα αρχεία, μας έδειξαν και κάτι άλλο. Κοντά στην Τρίπολη υπήρχε μικρό χωριό με το ίδιο όνομα, πράγμα που αναφέρεται και από τον Γεώργιο Παπανδρέου. Η μελέτη αυτών των αρχείων έδειξε ότι αρκετά από τα επώνυμα που αφορούσαν κατοίκους από το Περιθώρι της Τριπόλεως είναι ίδια με αυτά του δικού μας Περιθωρίου, ενώ σε πολλές περιπτώσεις τα μικρά ονόματα των μεταναστών είναι “Βλάσης”, όπως και δέκα “δικών μας” Περθωρινών μεταναστών.
Όσον αφορά την πληθυσμιακή διακύμανση, πάλι από το Ραγκαβή πληροφορούμαστε, ότι το 1851 υπήρχαν εκεί 96 οικογένειες και 524 κάτοικοι. Στη συνέχεια, ο πληθυσμός κατά την επίμαχη χρονική περίοδο που διερευνούμε και πάντα σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, παρουσίασε τις εξής αυξομειώσεις: Το έτος 1879 οι κάτοικοι ήταν 610. Το 1886 μειώθηκαν σε 551. Το 1896 όμως υπήρξε αισθητή αύξηση με 735 κατοίκους. Το 1907 ο πληθυσμός παρέμεινε σχεδόν ίδιος με 705 κατοίκους. Οι επιπτώσεις της μετανάστευσης ήταν εμφανείς το 1920, αφού στο χωριό είχαν απομείνει 181 κάτοικοι. Μόνο στο Κιάτο είχαν εγκατασταθεί μόνιμα τουλάχιστον 120 οικογένειες από το Περιθώρι. Το 1928 πάντως υπήρξε ανάκαμψη και οι κάτοικοι έγιναν 534.
Από τον Απρίλιο του 1906 έως τον Οκτώβριο του 1921 οι μετανάστες Περθωρινοί, που πάτησαν το πόδι τους στη Νέα Υόρκη, έφθασαν τους 114. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά μετανάστευσης σε ορεινό χωριό της περιοχής μας, αφού ξεπέρασε το 16% του μόνιμου πληθυσμού της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα.
Αράχοβα (Εξοχή)Από τα πιο ορεινά χωριά της περιοχής (όπως και το Περιθώρι) που περιέχεται στην έρευνά μας. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1.130 μέτρων.
Από την εποχή της Τουρκοκρατίας ήταν κεφαλοχώρι και είχε 300 σπίτια. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και λιγότερο με τη γεωργία. Και για το μέρος αυτό ο Ι. Ραγκαβής αναφέρει, ότι το 1851 είχε 116 σπίτια με 563 κατοίκους. Τα στοιχεία των απογραφών της περιόδου εκείνης αναφέρουν τα εξής: Το 1879 στο χωριό κατοικούσαν 701 κάτοικοι. Το 1889 οι κάτοικοι έμειναν περίπου οι μισοί, δηλαδή 361. Το 1896 απογράφηκαν στην Αράχοβα 573 κάτοικοι. Επόμενα καταγεγραμμένα στοιχεία αναφέρονται το έτος 1920, όπου είχαν απομείνει μόνο 35 άτομα. Το 1928, πάντως, οι κάτοικοι του χωριού ήταν 275.
Ήταν χωριό με μια πολύ σημαντική ιστορία. Τόπος καταγωγής μεγάλων πνευματικών ανθρώπων, όπως των Πατριαρχών Ιεροσολύμων, Δοσίθεου Σκαρπέτη και Χρύσανθου Σκαρπέτη. Από τα πρώτα χωριά της Ανατολικής Αιγιαλείας, ίσως και της Αχαΐας, που απέκτησε σχολείο αμέσως μετά την επανάσταση του 1821. Το σχολείο ιδρύθηκε το1829, ήταν αλληλοδιδακτικό, είχε μια Ελληνική Σχολή και λειτούργησε μέχρι την καταστροφή του κτιρίου από φωτιά το 1840.
Η “άλλη” ονομασία του χωριού είναι “Ράχοβα”, όπως αναφέρεται σε πηγές πριν το 1685. Όμως, ο καθολικός ιερέας Pier Antonio Pacifico και ο Εμμανουήλ Σκαρπέτης το 18ο αιώνα το ονομάζουν “Αράχοβα”, ενώ οι περισσότεροι από τους μετανάστες είχαν καταγραφεί ως “Αραχοβίτες”.
Η “διπλή” αυτή ονομασία δυσκόλεψε αφάνταστα την εύρεση του ακριβούς αριθμού μεταναστών, αφού υπήρχαν τουλάχιστον τέσσαρα χωριά στην Βαλκανική με παρεμφερείς ονομασίες και με Έλληνες κατοίκους.
Οι πρώτοι κάτοικοι της Αιγείρας ήρθαν από τα Αρφαρά, τη Βελλά, τη Βεργουβίτσα και τα αλλά ορεινά χωριά της ανατολικής Αιγιαλείας, αλλά και από διάφορα μέρη της Ελλάδος (Ρούμελη και Ήπειρο). Τα πρώτα σπίτια της Αιγείρας άρχισαν να χτίζονται το 1887 περίπου, την εποχή που καθιερώθηκε η στάση των τρένων στο σημείο όπου είναι και σήμερα το γνωστό κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού. Στη στάση αυτή δόθηκε η ονομασία Αιγείρα, από το όνομα της ομώνυμης αρχαίας πόλης, που βρίσκεται στις γνωστές τοποθεσίες Παλιόκαστρου και Μαύρων Λιθαριών.
Βλοβοκά (Αιγές)
Βρίσκεται ριζωμένο στη σκιά του βράχου της Ευρωστίνας, στα ανατολικά των Αρφαρών σε ύψος 404 μ. και απέχει από αυτά μια ώρα. Έχει δημοτικό σχολείο αρρένων μονοτάξιο και νερό πηγαίο άφθονο. Στις δυτικές παρυφές του χωριού ρέει ο ποταμός Κριός (Βλοβοκίτικο). Παράγει μετάξι περίπου 500 λίτρες (Περιγραφή του 1902). Πληθυσμός: Έτος 1879 κάτοικοι 385. Έτος 1889 κάτοικοι 480. Έτος 1896 κάτοικοι 460. Έτος 1902 κάτοικοι 460. Έτος 1907 κάτοικοι 600. Έτος 1920 κάτοικοι 648. Έτος 1928 κάτοικοι 581. Από το 1890 έως το 1913 λειτούργησε ιδιωτικό μονοτάξιο ελληνικό σχολείο, με άδεια του Υπουργείου Παιδείας, που είχε δοθεί από τον υπουργό Κωνσταντίνο Λομβάρδο στον πρώην δάσκαλο Γεώργιο Λουρή και το οποίο ήταν υπό την εποπτεία του γυμνασιάρχη Αιγίου. Το σχολείο αυτό λειτουργούσε κανονικά και ήταν ιδιοσυντήρητο. Είχε πέντε μαθητές. Το 1909 διευθυντής του ήταν ο Αντώνης Χωμματιανός, συνταξιούχος.
Αρφαρά (Αμπελόκηποι)
Το χωριό βρίσκεται ανατολικά του πρόβουνου των Αροανίων (Βαλιμίτικο βουνό) και ήταν έδρα του Δημάρχου. Απέχει από την παραλιακή σιδηροδρομική στάση της Αιγείρας 1 ώρα και 5 λεπτά. (Περιγραφή και στοιχεία Χ. Κορύλλου 1902). Στο Δημοτικό κατάστημα λειτουργούσε δημοτικό σχολείο αρρένων διτάξιο και θηλέων μονοτάξιο. Το χωριό τροφοδοτείτο από νερό παρακείμενης πηγής με σιδερένιους σωλήνες. Παρήγαγε περίπου 300 λίτρες μετάξι. Πλησίον του οικισμού, επάνω στον απέναντι βράχο, υπάρχει το μονίδριο του Αγίου Βασιλείου, το οποίο παλαιότερα ήταν απλό προσκύνημα. Μετά την ανεξαρτησία κάποια καλόγρια από την Ακράτα, που ονομαζόταν Ελευθερία και προηγουμένως ήταν παντρεμένη, ήλθε – επί Καποδίστρια – από την αιχμαλωσία και ζητιανεύοντας έκτισε το μονίδριο (ναός και τρία κελιά) που χρησιμοποιήθηκαν από δύο ακόμα καλόγριες οι οποίες ήρθαν κατόπιν. Το 1902 απέμεινε μία μόνο καλόγρια που περιποιούταν τον ναό.
Ο πληθυσμός των Αρφαρών, παρουσίασε τις ακόλουθες διακυμάνσεις στις απογραφές: Έτος 1879 πληθυσμός 546. Έτος 1889 πληθυσμός 532. Έτος 1896 πληθυσμός 534. Έτος 1907 πληθυσμός 622. Έτος 1920 πληθυσμός 324. Έτος 1928 πληθυσμός 586.
Το δημοτικό σχολείο Αρφαρών – Βερσοβάς λειτούργησε για πρώτη φορά το 1845 ως κοινό σχολείο και των δύο χωριών, επειδή βρισκόταν πολύ κοντά και στα δύο και μέχρι το 1902 το σχολείο στεγάστηκε σε διάφορα οικήματα. Τα έτη 1901 – 1902 κτίστηκε με δαπάνη του εθνικού ευεργέτη Ανδρέα Συγγρού μεγαλοπρεπές σχολικό κτίριο σε περίβλεπτη θέση μεταξύ των δύο χωριών για να στεγάσει το δημοτικό σχολείο αρρένων. Σε μικρή απόσταση από εκεί, στο βόρειο άκρο των Αρφαρών, κατά την ίδια χρονολογία χτίστηκε με δαπάνη του ίδιου εθνικού ευεργέτη και παρθεναγωγείο. Όταν το δημοτικό σχολείο άρχισε να λειτουργεί ως μικτό, το οίκημα του παρθεναγωγείου εγκαταλείφθηκε και η διδασκαλία των μαθητών περιορίστηκε στο οίκημα του δημοτικού σχολείου αρρένων.
Βερσοβά (Χρυσάνθιο)Είναι σχεδόν συνέχεια με τα Αρφαρά και είχαν κοινό δημοτικό σχολείο που βρισκόταν πάνω σε λόφο στο ενδιάμεσο των οικισμών. Τα δύο αυτά χωριά αποκαλούνταν και “Αρφαροβέρσοβα”.
Ήταν έδρα του συμβολαιογράφου του δήμου και υδρευόταν από λίγο πηγαίο νερό. Στο χωριό λειτουργούσε και δασονομείο. Το 1902 παρήγαγε περί τις 200 λίτρες μετάξι. Άλλα προϊόντα της Βερσοβάς την περίοδο εκείνη ήταν: λάδι, σταφίδα, στάρι και κρασί.
Πληθυσμός Βερσοβάς: Έτος 1879 κάτοικοι 368. Έτος 1889 κάτοικοι 339. Έτος 1896 κάτοικοι 400. Έτος 1907 κάτοικοι 415. Έτος 1920 κάτοικοι 367. Έτος 1928 κάτοικοι 387.
Σελιάνα
Το χωριό ήταν η έδρα του δήμου μέχρι το 1912, οπότε και καταργήθηκαν οι δήμοι. Για να φτάσει κανείς από την Αιγείρα πεζός στο χωριό χρειαζόταν τέσσερις περίπου ώρες. Αξιοσημείωτη περιοχή το σπήλαιο της Χούχλιας, στο οποίο μπορεί κανείς να προχωρήσει σε βάθος 20 μέτρων μέσα από σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Το έτος 1904 κατασκευάστηκε, όπως και σε πολλά άλλα ελληνικά χωριά, με δωρεά του Ανδρέα Συγγρού διθέσιο δημοτικό σχολείο, στο οποίο, από τότε που ιδρύθηκε και για αρκετές δεκαετίες, δίδαξε ο καταγόμενος από τη Συλίβαινα δάσκαλος Βασίλης Αποστολόπουλος.
Οι κάτοικοι του χωριού, σχεδόν αμέσως μετά την επανάσταση του 1821, άρχισαν να κατεβαίνουν στην παραλία για να περάσουν το χειμώνα. Σιγά – σιγά η εγκατάστασή τους στα παραλιακά χωριά πήρε μόνιμο χαρακτήρα και αυτό φαίνεται από τη διακύμανση του πληθυσμού. Συγκεκριμένα: Το έτος 1851 η Σελιάνα είχε 116 οικογένειες και 590 κατοίκους. Το 1879 οι κάτοικοι έγιναν 671. Το 1889 μειώθηκαν σε 596, ενώ το 1896 σημειώθηκε η μεγαλύτερη αύξηση, αφού έγιναν 761. Σχεδόν ο ίδιος πληθυσμός παρέμεινε έως το 1907, οπότε στο χωριό απογράφηκαν 729 κάτοικοι. Στα 1920 όμως, μόνο 113 βρισκόταν εκεί. Οι εσωτερικοί μετανάστες και οι “κυνηγοί του αμερικανικού ονείρου” έδωσαν το στίγμα τους (92 παλικάρια συνολικά διέσχισαν τον Ατλαντικό, όπως κατέγραψε η έρευνά μας). Η απογραφή του 1928 έδειξε ότι το χωριό άρχισε να ξαναζωντανεύει με τους 468 κατοίκους του.
Στη Σελιάνα λειτουργούσε Σταθμός Χωροφυλακής, του οποίου η ακριβής χρονολογία ίδρυσης δεν έχει καταγραφεί. Σύμφωνα με διηγήσεις παλαιότερων, ο σταθμός υπήρχε στα τέλη του 19ου αιώνα. Από τις αρχές του 20ου αιώνα υπηρέτησε εκεί ως διοικητικής ο ενωμοτάρχης Νικόλαος Γάσπαρης, ο οποίος άφησε εποχή με τις πρωτότυπες “σκληρές” μεθόδους που εφάρμοζε για την πάταξη του εγκλήματος, καθώς και για τον σωφρονισμό των διαφόρων “ταραχοποιών στοιχείων”. Σχεδόν μέχρι τα χρόνια μας χρησιμοποιείται η παροιμιώδης φράση “Αυτού του χρειάζεται ένας Γάσπαρης”. Στην ιστορία της περιοχής έχει καταγραφεί και ένα επεισόδιο μ’ ένα ζωηρό νέο, το Φιλοποίμενα Γιαννούλη από τη Βελλά, ο οποίος για χάρη αστείου συνήθιζε να πυροβολεί στον αέρα. Ο Γάσπαρης λοιπόν, αφού είχε εξαντλήσει τις νουθεσίες του προς τον “άτακτο” εκείνο νεαρό και σαν ένθερμος υποστηρικτής της γνωστής φράσης, “όπου δεν περνάνε τα λόγια πέφτει ξύλο”, μια μέρα πήρε τους άνδρες του και έφθασε στη Βελλά. Κύκλωσε το σπίτι του ταραξία και μετά από μερικές “κουμπουριές” τον συνέλαβε και τον οδήγησε στο Σταθμαρχείο στη Σελιάνα. Μετά από ανηλεή, επί μερόνυχτα, ξυλοδαρμό τον άφησε ελεύθερο, αφού πρώτα του είχε ζητήσει “ευγενικά” να υποσχεθεί ότι ποτέ ξανά δεν θα διαταράξει τη “δημόσια τάξη”. Μερικά χρόνια αργότερα – το 1910 – ο συγκεκριμένος νέος έφυγε στην Αμερική, όπως ανακάλυψε η έρευνά μας και θα δείτε σε άλλο σημείο του βιβλίου (στους αναχωρήσαντες από τα Μάρμαρα Βελλαΐτες).
Ο Γάσπαρης μετά την ευδόκιμη θητεία του στη Σελιάνα, διετέλεσε αστυνομικός διευθυντής Αθηνών κατά τα έτη 1920 - 1921.
Βεργουβίτσα (Μοναστήρι)Βρίσκεται σε υψόμετρο 650 μέτρων και απείχε τρεις ώρες πεζοπορία από την Αιγείρα. Γνωστή σε όλους η εκκλησία της Παναγίας της Βεργουβιτσιώτισσας με δεσπόζουσα θέση σ’ ένα πλάτωμα του απότομου βράχου της Ευρωστίνας. Απέναντι και η εντυπωσιακή Μαυροσπηλιά.
Όπως και τ’ άλλα χωριά, έγινε κοινότητα στις 18 Αυγούστου 1912 και αποτελείτο από τον οικισμό της Βεργουβίτσας, που ήταν η θερινή έδρα της κοινότητας και από τα Βεργουβιτσιώτικα καλύβια, έναν πολύ μικρό οικισμό στην περιοχή “Κόκκινος Βράχος” δίπλα στον Κριό ποταμό. Ο οικισμός “Βεργουβιτσιώτικα καλύβια” ήταν η χειμερινή έδρα της κοινότητας από την 1η Νοεμβρίου μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου και είχε ορισθεί με απόφαση του υπουργείου Εσωτερικών την 3η Σεπτεμβρίου 1915. Η κοινότητα Βεργουβίτσας μέχρι το 1944 υπαγόταν στην επαρχία Καλαβρύτων.
Σημαντικά είναι και τα στοιχεία, που αντλούνται από τις διάφορες απογραφές πληθυσμού από το 1851 έως το 1928. Συγκεκριμένα ο Ιωάννης Ραγκαβής αναφέρει, ότι το 1851 στη Βεργουβίτσα κατοικούσαν 71 οικογένειες, με σύνολο 436 κατοίκων. Το έτος 1879 οι κάτοικοι ήταν 522. Το 1889 ήταν 465. Το 1896 καταμετρήθηκαν 502 κάτοικοι. Το έτος 1907, δηλαδή λίγο πριν αρχίσει το μαζικό κύμα της μετανάστευσης, ο πληθυσμός μειώθηκε ελάχιστα σε 492. Το 1920 και όταν πλέον είχαν φύγει οι περισσότεροι, καταμετρήθηκαν 181 κάτοικοι. Ακόμα λιγότεροι παρουσιάζονται το έτος 1928, όπου τώρα η καταμέτρηση έγινε σε τέσσερις διαφορετικούς οικισμούς: Βεργουβίτσα 178 κάτοικοι, Γεωργουλιάνικα 39 κάτοικοι, Καραμπασιάνικα 38 κάτοικοι, Ροζέικα 78 κάτοικοι. Από το χωριό αυτό, όπως δείχνει η έρευνα μας, πήγαν στην Αμερική μέσω του λιμανιού της Νέας Υόρκης, σε διάστημα 14 ετών (από το 1906 έως το 1920) 58 άνδρες και μία γυναίκα.
Βελλά
Βρίσκεται σε υψόμετρο 840 μέτρων (στην πλατεία του χωριού), ενώ η νότια γειτονιά έχει υψόμετρο γύρω στα 950 μέτρα. Σύμφωνα με όσα καταγράφει η τοπική παράδοση, το χωριό φέρεται να υπάρχει εκεί περισσότερο από 1000 χρόνια. Οι κάτοικοί του κατά κύριο λόγο ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και δευτερευόντως με τη γεωργία παράγοντας δημητριακά. Το χειμώνα, που κατέβαιναν στα παράλια χωριά, ασχολούνταν με την καλλιέργεια της σταφίδας, των σταφυλιών και της ελιάς.
Σημαντικά στοιχεία αντλούμε από τις απογραφές της εποχής, που δείχνουν τη συρρίκνωση του χωριού εξαιτίας κυρίως της εσωτερικής και σε πολύ μικρότερο βαθμό της υπερπόντιας μετανάστευσης. Συγκεκριμένα, το έτος 1879 στη Βελλά καταγράφηκε ο μεγαλύτερος αριθμός κατοίκων στη σύγχρονη ιστορία της, 346 δηλαδή κάτοικοι. Το 1889 οι κάτοικοι έγιναν 218. Το 1896 αυξήθηκαν σε 327. Το 1907 μειώθηκαν σε 254. Δεκατρία χρόνια αργότερα, το έτος 1920, μόνο 8 άτομα απογράφηκαν στο χωριό, ενώ στο “επίνειό του” τα Μάρμαρα κατοικούσαν 327. Όμως το 1928, στη Βελλά οι 8 έγιναν 178 , αφού η απογραφή στα Μάρμαρα μέτρησε 57 άτομα.
Σβυρού (Όαση)Το χωριό βρίσκεται στην δυτική όχθη του Κριού ποταμού, σε υψόμετρο 450 μ. Οι λιγοστοί πάντα κάτοικοί του ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ παρήγαν λίγη μαύρη σταφίδα και δημητριακά. Μετονομάστηκε σε Όαση, όπως αναφέρει ο Κανελλόπουλος στο βιβλίο του, επειδή είχε ωραία περιβόλια και πολύ πράσινο. Η Σβυρού υπήρχε από τα πολύ παλιά χρόνια, όπως και τα περισσότερα ορεινά χωριά μας. Χαρακτηριστικός ήταν και ο τεραστίων διαστάσεων πλάτανος στην πλατεία, ο οποίος σύμφωνα με την παράδοση έχει ζωή πάνω από 1000 χρόνια.
Ο Ραγκαβής αναφέρει ότι το 1851 εκεί ζούσαν 46 οικογένειες (136 κάτοικοι). Το έτος 1879 oι κάτοικοι ήταν 132. Tο έτος 1889 στη Σβυρού διέμεναν 137. H απογραφή του 1896 παρουσίασε 150 κατοίκους. Το 1907 μειώθηκαν σε 129. Πολύ μικρή η συμμετοχή των Σβυραίων στο μεταναστευτικό κύμα της εποχής, αφού το 1920 παρέμεναν στο χωριό 113 άτομα. Η κάθοδος προς τα παράλια είναι εμφανής την επόμενη δεκαετία, αφού το 1928 μόνο 95 κατοικούσαν εκεί.
Συνεβρό
Στην όχθη του Κριού, λίγο πιο πάνω από τη Σβυρού και σε υψόμετρο 550 μ. βρίσκεται το χωριό αυτό, με τα σπίτια του διασκορπισμένα σε δύο επίπεδα (γειτονιές).
Σύμφωνα με τα στοιχεία των απογραφών, το 1851 στο χωριό κατοικούσαν 173 άτομα. Τα επόμενα χρόνια η διακύμανση του πληθυσμού ακολούθησε μια σταθερά πτωτική πορεία. Έτσι το 1879 οι κάτοικοι μειώθηκαν σε 166. Το 1896 ήταν 141. Δεν βρήκαμε καταγεγραμμένα στοιχεία απογραφής για την επόμενη δεκαετία, παρά μόνον το 1920, όπου κατοικούσαν στο χωριό 30 άτομα. Το 1928 διπλασιάστηκαν οι κάτοικοι και έγιναν 77.
Αξιοσημείωτη είναι και η παράδοση, που αναφέρεται στο πώς πήρε το όνομά του το χωριό. Τα πολύ παλιά χρόνια στην περιοχή υπήρχε ένα μεγάλο δάσος και εκεί ζούσαν πολλά ζώα, μεταξύ των οποίων και ελάφια. Επειδή το νεογέννητο ελαφάκι λεγόταν “νεβρός” και οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής συναντούσαν πολλούς μικρούς “νεβρούς” στα πέριξ, ονόμασαν τον οικισμό τους “Συ-νεβρό”. Αυτή η εύστοχη ονομασία παραμένει ως σήμερα. Είναι από τα λίγα χωριά της περιοχής, που δεν άλλαξαν όνομα κατά τη δεκαετία του 1950.
Περιθώρι
Το χωριό ευρίσκεται στο νότιο άκρο της κοιλάδας του Κριού. Όπως αναφέρει ο Κορύλλος, για να φθάσεις από την Αιγείρα στο Περιθώρι (φυσικά με τα πόδια) ήθελες πέντε και πλέον ώρες. Και εδώ οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με την κτηνοτροφία. Σύμφωνα με τα γραφόμενα από το γυμνασιάρχη Γεώργιο Παπανδρέου στην Καλαβρυτινή επετηρίδα, στα τέλη του 19ου αιώνα εκτρέφονταν εκεί 2500 γιδοπρόβατα, ενώ παρήγαγε και τα φημισμένα σε όλη την περιοχή σκόρδα. Από την Καλαβρυτινή επετηρίδα πληροφορούμαστε επίσης, ότι υπήρχε δημοτικό σχολείο αρρένων. Σύμφωνα με άλλες πηγές, το 1900 λειτούργησε για πρώτη φορά δημοτικό σχολείο, το οποίο στεγαζόταν σε διάφορα ιδιωτικά κτίρια (σπίτια).
Τα αμερικάνικα αρχεία, μας έδειξαν και κάτι άλλο. Κοντά στην Τρίπολη υπήρχε μικρό χωριό με το ίδιο όνομα, πράγμα που αναφέρεται και από τον Γεώργιο Παπανδρέου. Η μελέτη αυτών των αρχείων έδειξε ότι αρκετά από τα επώνυμα που αφορούσαν κατοίκους από το Περιθώρι της Τριπόλεως είναι ίδια με αυτά του δικού μας Περιθωρίου, ενώ σε πολλές περιπτώσεις τα μικρά ονόματα των μεταναστών είναι “Βλάσης”, όπως και δέκα “δικών μας” Περθωρινών μεταναστών.
Όσον αφορά την πληθυσμιακή διακύμανση, πάλι από το Ραγκαβή πληροφορούμαστε, ότι το 1851 υπήρχαν εκεί 96 οικογένειες και 524 κάτοικοι. Στη συνέχεια, ο πληθυσμός κατά την επίμαχη χρονική περίοδο που διερευνούμε και πάντα σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, παρουσίασε τις εξής αυξομειώσεις: Το έτος 1879 οι κάτοικοι ήταν 610. Το 1886 μειώθηκαν σε 551. Το 1896 όμως υπήρξε αισθητή αύξηση με 735 κατοίκους. Το 1907 ο πληθυσμός παρέμεινε σχεδόν ίδιος με 705 κατοίκους. Οι επιπτώσεις της μετανάστευσης ήταν εμφανείς το 1920, αφού στο χωριό είχαν απομείνει 181 κάτοικοι. Μόνο στο Κιάτο είχαν εγκατασταθεί μόνιμα τουλάχιστον 120 οικογένειες από το Περιθώρι. Το 1928 πάντως υπήρξε ανάκαμψη και οι κάτοικοι έγιναν 534.
Από τον Απρίλιο του 1906 έως τον Οκτώβριο του 1921 οι μετανάστες Περθωρινοί, που πάτησαν το πόδι τους στη Νέα Υόρκη, έφθασαν τους 114. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά μετανάστευσης σε ορεινό χωριό της περιοχής μας, αφού ξεπέρασε το 16% του μόνιμου πληθυσμού της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα.
Αράχοβα (Εξοχή)Από τα πιο ορεινά χωριά της περιοχής (όπως και το Περιθώρι) που περιέχεται στην έρευνά μας. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1.130 μέτρων.
Από την εποχή της Τουρκοκρατίας ήταν κεφαλοχώρι και είχε 300 σπίτια. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και λιγότερο με τη γεωργία. Και για το μέρος αυτό ο Ι. Ραγκαβής αναφέρει, ότι το 1851 είχε 116 σπίτια με 563 κατοίκους. Τα στοιχεία των απογραφών της περιόδου εκείνης αναφέρουν τα εξής: Το 1879 στο χωριό κατοικούσαν 701 κάτοικοι. Το 1889 οι κάτοικοι έμειναν περίπου οι μισοί, δηλαδή 361. Το 1896 απογράφηκαν στην Αράχοβα 573 κάτοικοι. Επόμενα καταγεγραμμένα στοιχεία αναφέρονται το έτος 1920, όπου είχαν απομείνει μόνο 35 άτομα. Το 1928, πάντως, οι κάτοικοι του χωριού ήταν 275.
Ήταν χωριό με μια πολύ σημαντική ιστορία. Τόπος καταγωγής μεγάλων πνευματικών ανθρώπων, όπως των Πατριαρχών Ιεροσολύμων, Δοσίθεου Σκαρπέτη και Χρύσανθου Σκαρπέτη. Από τα πρώτα χωριά της Ανατολικής Αιγιαλείας, ίσως και της Αχαΐας, που απέκτησε σχολείο αμέσως μετά την επανάσταση του 1821. Το σχολείο ιδρύθηκε το1829, ήταν αλληλοδιδακτικό, είχε μια Ελληνική Σχολή και λειτούργησε μέχρι την καταστροφή του κτιρίου από φωτιά το 1840.
Η “άλλη” ονομασία του χωριού είναι “Ράχοβα”, όπως αναφέρεται σε πηγές πριν το 1685. Όμως, ο καθολικός ιερέας Pier Antonio Pacifico και ο Εμμανουήλ Σκαρπέτης το 18ο αιώνα το ονομάζουν “Αράχοβα”, ενώ οι περισσότεροι από τους μετανάστες είχαν καταγραφεί ως “Αραχοβίτες”.
Η “διπλή” αυτή ονομασία δυσκόλεψε αφάνταστα την εύρεση του ακριβούς αριθμού μεταναστών, αφού υπήρχαν τουλάχιστον τέσσαρα χωριά στην Βαλκανική με παρεμφερείς ονομασίες και με Έλληνες κατοίκους.